CELEBRITIESSHOWBIZΙστορίες από τον "Πλανήτη ΝΑΜΜΟS": Μια «παιδική χαρά για rich and famous»

Ιστορίες από τον “Πλανήτη ΝΑΜΜΟS”: Μια «παιδική χαρά για rich and famous»

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΠΛΑΝΗΤΗ ΝΑΜΜΟS»

Το «καλύτερο beach club του πλανήτη», μια «παιδική χαρά για rich and famous», ένα «πολυτελές παραμύθι» – τα κλισέ των τουριστικών οδηγών, δεν αρκούν για να το περιγράψουν. Στην πραγματικότητα, το «Νammos Μykonos» (που πλέον επεκτείνεται και αλλού, όπως στη Λεμεσό) είναι όλα αυτά και κάτι περισσότερο. Μοιάζει περισσότερο με όνειρο: Στο «χρυσό βασίλειο» του «Νammos» τα πάντα μπορεί να συμβούν. Και συνήθως συμβαίνουν!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΑ ΚΑΣΤΑΝΗ

Σε αυτή τη μικρή, χρυσαφένια λωρίδα άμμου, όλα μπερδεύονται γλυκά: Έλληνες επιχειρηματίες και Ρώσοι μεγιστάνες, πρίγκιπες, NBAers, super models και σταρ του Χόλιγουντ, ο Lebron James και ο Di Caprio, καμπάνες των 5.000 ευρώ, champagne showers, καμήλες, ναργιλέδες και ακριβά yachts.

Όπως είναι αναμενόμενο, οι ιστορίες χλιδής -που είναι μέρος του «μύθου» του beach club της Μυκόνου- συναγωνίζονται σε υπερβολή η μία την άλλη. Λέγεται π.χ. πως πριν πέντε χρόνια, μια «κανονική» μέρα στο Νammos ανοίχτηκαν 308 φιάλες ακριβής, γαλλικής σαμπάνιας– ανάμεσά τους και μια Armand de Brignac αξίας 6.800 ευρώ. Τη «ζημιά» έκαναν ένας Λιβανέζος και ένας Ρώσος επιχειρηματίας, μόνιμος κάτοικος Ντουμπάι, οι οποίοι ζήτησαν από τους σερβιτόρους του μαγαζιού να τους προσφέρουν ένα ξέφρενο champagne shower όση ώρα εκείνοι διασκέδαζαν και χόρευαν πάνω στα τραπέζια. Ο συνολικός τους λογαριασμός -μαζί με τα παρελκόμενα- ανήλθε σε 57.175 ευρώ! Σχεδόν τα διπλά, ξόδεψε, τον Αύγουστο του 2017, στο ίδιο μέρος, ο Τζαμαϊκανός υπεραθλητής Yussein Bolt, για να γιορτάσει την αποχώρησή του από τους στίβους. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, ο Βolt κατάφερε να ξοδέψει μέσα σε δύο ώρες 88.362 ευρώ, σε ένα ιστορικό γλέντι, που περιελάμβανε ένα «βασιλικό» τραπέζι με ψητούς αστακούς, κουβανέζικα πούρα, και champagne showers με τρείς τρίλιτρες Dom Perignon Rose 2002!!!

ΑΠΟ ΜΙΑ ΨΑΡΟΤΑΒΕΡΝΑ, ΣΤΟ «ΒΑΣΙΛΕΙΟ» ΤΟΥ «NAMMOS»

Η απίστευτη ιστορία του «Nammos», ξεκινάει στα μέσα των ‘60΄s. Τότε, βέβαια την Ψαρού την ήξεραν μόνο ντόπιοι, Μυκονιάτες – κι αυτό επειδή εκεί είχαν το περιβόλι και το ταβερνάκι τους, δυό συντοπίτες τους: ο Κυριάκος και η σύζυγός του, Ελένη Αγγελετάκη. Το μενού, ήταν απλό: ψάρι της ημέρας -κυρίως- που υπήρχε σε αφθονία, θαλασσινά, και ό,τι σκάρωνε η κουζίνα με τα φρέσκα ζαρζαβατικά, από το περιβόλι. Ως το 1975, οι εισπράξεις της ταβέρνας, ήταν μικρές – λογικό, αφού το νησί ήταν ακόμα σχετικά «παρθένο», τα καταλύματα λιγοστά, οι δρόμοι ανύπαρκτοι. Για τους τουρίστες που επισκέπτονταν τότε την Μύκονο, η επίσκεψη στην Ψαρού, φάνταζε με mission impossible.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ένα από τα αδέρφια του Κυριάκου, ο Ανδρέας Αγγελετάκης, πείθεται να αγοράσει το υπόλοιπο μισό του παραλιακού οικοπέδου και έτσι η ταβέρνα επεκτείνεται. Τα πράγματα για τα αδέλφια Αγγελετάκη θα πάνε καλύτερα μετά το 1985, οπότε η επιχείρηση περνάει στα χέρια του -μέχρι πριν λίγα χρόνια ιδιοκτήτη του ακινήτου του «Nammos»- Κώστα Αγγελετάκη, γιου του Κυριάκου. Νέος και δραστήριος Μυκονιάτης, ο Κυριάκος, βάζει στόχο να κερδίσει την καρδιά -και το πορτοφόλι- της νέας, ελίτ αστικής τάξης, που πλήττει αφόρητα στην Κηφισιά, τη Νίκαια ή το Σαν Τροπέ και «πετάγεται» στην Μύκονο, για weekend. Το μυστικό της ύπαρξης μιας μικρής, απάνεμης, παραδεισένιας παραλίας, με ένα «εκπληκτικό ταβερνάκι», γίνεται tip «για ψαγμένους», στα μυκονιάτικα αφιερώματα του «Down Town» ή του «Nitro». Πολύ σύντομα, οι επώνυμοι τηλεστάρ της εποχής, αποβιβάζονται μαζικά, στην παραλία, εγκαινιάζοντας την νουβοτέ της «ρεζερβέ» ξαπλώστρας. Και η  ταμειακή μηχανή της ψαροταβέρνας, κάνει υπερωρίες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, το ’98, ο καθημερινός τζίρος του μαγαζιού, έφτανε ακόμα και τα 3,5 εκατομμύρια δραχμές (!).

Το 2002 η ταβέρνα θα αλλάξει χέρια. Για την αγορά της θα ενδιαφερθούν δύο Μυκονιάτες και ένας Αιγύπτιος σεφ: Ο Ζαννής Φραντζέσκος, που εκείνη την εποχή εργαζόταν ως μπάρμαν στο γνωστό «Caprice», προτείνει στον Κωνσταντή Κουσαθανά και στον Σάμι Ιμπραήμ, πρώην ιδιοκτήτη του ιταλικού εστιατορίου «La Casa», να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αγοράσουν το εστιατόριο του Αγγελετάκη. Αντ’ αυτού, εκείνος τους το μισθώνει έναντι υψηλού ποσού. Οι δύο πλευρές συμφωνούν, υπογράφουν και οι νέοι ιδιοκτήτες πιάνουν αμέσως δουλειά. Την επόμενη σεζόν γεννιέται το «N’ammos» (σ.σ. είχε και απόστροφο τότε) που διαφημίζεται και στο «Αθηνόραμα» της εποχής: «Η παραδοσιακή ταβέρνα του Αγγελετάκη άλλαξε χέρια και μπήκε με φόρα στη νέα της εποχή. Ξύλινες ξαπλώστρες, υποδειγματικό beach service, μαξιλάρες για άραγμα και super cocktails στο cafe, μουσική ό,τι πρέπει και φυσικά καλό φαγητό». Από την πρώτη χρονιά, κιόλας, ο τζίρος εκτοξεύεται στο 1,5 εκατομμύριο ευρώ! Το παραμύθι του Νammos -χωρίς απόστροφο πια- έχει μόλις αρχίσει…

mykonos

H «ΕΠΙΙΤΟΜΗ ΤΟΥ BEACH LIFE»

Το μυστικό του «concept Νammos» -αυτό που έκανε τους πάντες να θέλουν να το αντιγράψουν και τα οικονομικά έντυπα να το χαρακτηρίζουν ως «το μεγαλύτερο επιχειρηματικό θαύμα που συνέβη ποτέ, πάνω σε μια μικρή λωρίδα άμμου»- έχει δύο σκέλη: Πολυτέλεια και αξεπέραστο service. Η εξωτική, fusion κουζίνα, οι υπέροχες ξαπλώστρες, από μαόνι και ατσάλι (κόστους 2.800 ευρώ έκαστη), τα shisha lounges και οι καμπάνες με εξωτερικό τζακούζι και προσωπικό μπάτλερ που κοστολογούν την ιδιωτικότητα γύρω στα 5.000 ευρώ ημερησίως, το «Nammos Village» με τα διασημότερα beachwear brands ανά τον κόσμο και το πολυτελές «Ν Hotel» (πρώην «Kensho») που προστέθηκε φέτος στην «ομπρέλα» της επιχείρησης, απευθύνονται σε μια exclusive πελατεία – κατά κανόνα Σαουδάραβες μεγιστάνες και μεγαλοεπιχειρηματίες, όπως αυτοί που ξοδεύουν αλόγιστα στις καλοκαιρινές συναυλίες του Αντώνη Ρέμου με τον Χούλιο Ιγκλέσιας ή με αστέρες της αραβικής μουσικής.

Το σημαντικότερο; Σε αυτό το μικρό βασίλειο της χλιδής, όλες οι επιθυμίες πραγματοποιούνται αμέσως. Αν κάτι δεν υπάρχει στο «Νammos» -όπως π.χ. μια ακριβή ή «περίεργη» μάρκα τσιγάρων όπως αυτή που ζήτησε κάποτε ένας από τους ιδιοκτήτες των θαλαμηγών, που δένουν εκεί το καλοκαίρι- κάποιος υπάλληλος, θα φύγει αμέσως για τη Χώρα, για να το βρει. Αν και, συνήθως, στο «Νammos», βρίσκει κανείς τα πάντα, από μια καρφίτσα, μέχρι μια σαμπάνια, αξίας 120.000 ευρώ (τόσο ακριβώς κοστίζει η περίφημη 30λιτρη Αrmand De Brignac Brut Gold, της Μidas, στο χρυσό μπουκάλι, που φιγουράρει στο μενού…).

Στα συν προσθέστε και τo -εγχώριο και ξένο- celebrity crowd, που συνωστίζεται κάθε χρόνο στις ξαπλώστρες και στις καμπάνες του «Nammos». Valentino και D-Squared, Tom Hanks και Olivia Palermo, Gigi Hadid, Leonardo di Caprio (σ.σ. ο οποίος κυκλοφορούσε σχεδόν «κουκουλωμένος» για να αποφύγει τα paparazzi shots), Giorgio Armani και Lebron James – η  λίστα, είναι ατέλειωτη.

Εδώ και χρόνια, το «Nammos» είναι πια ένα διεθνές brand -όπως αποδεικνύει η ύπαρξη του «Nammos Dubai» (στο οποίο συμμετέχει και η ΜοnteRock International), του «Νammos Cannes’ και -κυρίως- του «Nammos Limassol», που κάνει, αυτές τις μέρες, grand opening στην Λεμεσό, στην παραλία του Parklane, a Luxury Collection Resort & Spa – μια σημαντική επένδυση σε ένα μέρος που φιλοδοξεί να γίνει η επιτομή του κυπριακού beach life – με τη συναυλία του Αντώνη Ρέμου που ξάφνιασε (τους ανυποψίαστους) με την υψηλή τιμή των ρεζερβέ τραπεζιών, αν και κάτι σύνηθες στο «μητρικό» της Μυκόνου που τα πάρτι κρατάνε ολόχρονα – ποιος είπε, άλλωστε, πως τα «χρυσά όνειρα» πρέπει να τελειώνουν με το καλοκαίρι;

Πηγή: Περιοδικό Down Town

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS