CELEBRITIESSHOWBIZΚούλλης Νικολάου: «Δεν μπορώ να πω ότι χόρτασα τη ζωή μου»

Κούλλης Νικολάου: «Δεν μπορώ να πω ότι χόρτασα τη ζωή μου»

Τίμιος, ειλικρινής, ευθύς, φιλότιμος κι άλλα τόσα επίθετα που μπορούν να τον χαρακτηρίσουν. Ένας άνθρωπος που δεν έμαθε να κρύβεται πίσω από τις λέξεις, αλλά καταθέτει την αλήθεια του χωρίς φίλτρα και δεύτερες σκέψεις. 

Αν εξαιρέσουμε όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο με τον κορωνοϊό, σε τι φάση θα έλεγες ότι σε πετυχαίνω;
Είναι τα πιο γεμάτα μου χρόνια. Δεν εστιάζω τη ζωή μου στα υλικά αγαθά, αλλά στο ότι κατάφερα να δημιουργήσω πράγματα. Με αποδέχτηκε ο κόσμος, έχω τη γυναίκα μου, τα μωρά μου, έχω μια πάρα πολύ καλή δουλειά, κατάφερα να αποτινάξω από πάνω μου κάθε είδος κόμπλεξ και ανασφάλειας που με κυρίευε στο παρελθόν. Τώρα που είμαι έτοιμος να δώσω, δεν μπορώ να πω ότι χόρτασα τη ζωή μου. Θέλω ακόμα λίγα χρόνια να τα χαρώ.

Αισθάνεσαι ότι εξακολουθείς να έχεις κάποια απωθημένα που πρέπει να καλύψεις μέσα σου;
Είμαι σχεδόν 50. Τον Ιούλιο συμπληρώνω άλλη μια δεκαετία σε αυτή τη ζωή. Πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια να βρω τα πόδια μου, ζω μια δεκαετία πιο ευτυχισμένος αλλά, ίσως, να μην έχω χορτάσει όλα όσα θα έπρεπε. Δεν ξέρω εάν ακούγεται εγωιστικό αλλά αυτό αισθάνομαι.

Τι σου λείπει;
Όλα αυτά που δεν χάρηκα τόσα χρόνια και τώρα άρχισα να τα ζω.

Η επιτυχία, για παράδειγμα;
Δεν θεωρώ πως ό,τι έγινε τώρα έπρεπε να γίνει αλλιώς. Η επιτυχία καθυστέρησε να έρθει στη ζωή μου αλλά ήρθε, ας τη ζήσω, ας τη χαρώ.

Θεωρείς ότι κάποια πράγματα θα μπορούσες να τα ζούσες αλλιώς;
Όλα έπρεπε να συμβούν όταν έπρεπε να συμβούν. Θέλω κι άλλα καλά πράγματα, όμως, να έρθουν στη ζωή μου, είναι κακό; Όχι μόνο σε μένα. Για όλο τον κόσμο.

Ποιες σκέψεις κάνει σήμερα ένας -σχεδόν- 50άρης;
Νόμιζα ότι δεν θα με επηρέαζε το 50 αλλά άρχισε σιγά-σιγά να με τσιγκλάει. Δεν αισθάνομαι γέρος, προς θεού. Το τελευταίο διάστημα, όμως, παραμέλησα λίγο τον εαυτό μου, αφέθηκα αλλά θα επανέλθω. Μπαίνεις, όμως, στη διαδικασία να σκεφτείς ότι έχεις άλλη μια 10ετία να ζήσεις σαν πιο νέος. Μετά τα 60 φοβούμαι ότι το γήρας θα με εμποδίζει να είμαι τόσο δροσερός, σωματικά και κινησιολογικά.

Δεν τελειώνει η ζωή στα 50…
Όχι, βέβαια αλλά προσπαθώ να το ισορροπήσω και να το γευτώ. Μεγαλώνουν τα μωρά μου, η οικογένειά μου, συμβαίνουν περίεργα πράγματα γύρω μας, πόλεμοι, τώρα ο κορωνοϊός. Ενώ λέμε ότι είμαστε στο έπακρο του πολιτισμένου ανθρώπου, ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχει καμία διαφορά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η εποχή που ζούμε. Επηρεάζομαι από το τι συμβαίνει γύρω μου. Εισβάλλει στις προσωπικές μου σκέψεις. Με ενδιαφέρει η προσωπική μου χαρά, αλλά δεν είμαι απόλυτα χαρούμενος. Είμαι σε μια φάση της ζωής μου που δεν είμαι ήρεμος.

Τι είναι αυτό που στοιχειώνει τις σκέψεις σου;
Αγωνιώ για πάρα πολλά πράγματα. Αγωνιώ για τη δουλειά μου, την κοινωνία, την οικογένειά μου. Είμαι σε μια περίεργη φάση της ζωής μου. Όχι σε άσχημο επίπεδο, αλλά δεν πετάω τη σκούφια μου από τη χαρά μου. Έχω πολλά στο μυαλό μου, που κάποια στιγμή πρέπει να τα βάλω σε μια σειρά και να αρχίσω να δίνω λύσεις.

Ζήτησες ποτέ τη βοήθεια ψυχολόγου;
Όχι, ποτέ. Αν με ρωτούσες πριν από έναν χρόνο θα σου έλεγα ότι δεν χρήζω οποιασδήποτε ψυχολογικής βοήθειας. Σήμερα, θα σου πω ότι θα με ενδιέφερε να μιλήσω με έναν ψυχολόγο. Ακόμα κι αυτή τη συζήτηση που κάνουμε τώρα, θεωρώ ότι για κάποιο λόγο γίνεται. Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να λύσω αλλά, μέσα από μια επαγγελματική συζήτηση, ίσως οδηγηθώ στην κάθαρση για πολλά σημεία που με φοβίζουν.

Σε φοβίζει ο θάνατος;
Κι εδώ φάσκω κι αντιφάσκω. Αν αυτή η ερώτηση γινόταν πριν από 10 χρόνια θα σου έλεγα ότι δεν με ενδιαφέρει, είναι κάτι φυσιολογικό. Εν πολλά γλυτζιά η ζωή, πάρα πολλά γλυζτιά. Κι άντε να «φύγω». Από πού να φύγω; Από τον Νεκτάριο και την Ελένη; Τα παιδιά μου; Και να τα αφήσω μόνα τους; Εύχομαι να βρω τον τρόπο να συμβιβαστώ με αυτό το δεδομένο. Με βάση τη λογική ότι ο άνθρωπος ζει μέχρι τα 100, δικαιούμαι άλλα 50 χρόνια. Κι εύχομαι να τα ζήσω, ώστε να απολαύσω περισσότερες όμορφες οικογενειακές στιγμές και επιτυχία.

Θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου ψώνιο;
Είμαι μεγάλη ψωνάρα, όχι ψώνιο. Με την έννοια ότι θέλω να αποδείξω πως αυτό που κάνω είναι καλό. Θέλω και διεκδικώ τον θαυμασμό. Όταν έκανα την παράσταση «Ένας γέρος, μία θάλασσα» ή ακόμα και τον Οιδίποδα ήθελα τον θαυμασμό του κόσμου. Και πλέον ως πιο ώριμο ψώνιο, αισθανόμουν καλύτερα και ως ηθοποιός. Όσο αφήνεσαι και αισθάνεσαι την πραγματικότητά σου, απαλλάσσεσαι από τα κόμπλεξ σου κι εκτίθεσαι, ενώ είναι χειρότερο να αισθάνεσαι εγκλωβισμένος των κόμπλεξ και των ανασφαλειών σου και να μην αφήνεις τον εαυτό σου να εκτεθεί. Σε αυτές τις δύο παραστάσεις, λοιπόν, αισθανόμουν λυτρωμένος χωρίς να έχω κόμπλεξ.

Ποιες άλλες ανασφάλειες ή κόμπλεξ σου έχεις να διαχειριστείς;
Στη ζωή μου είχα πάρα πολλά κόμπλεξ. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο βολικά με τον εαυτό μου.

Δηλαδή;
Πότε δεν ένιωσα ότι ήμουν ωραίος. Ευτυχώς, όμως, στη διαδρομή μου, συνάντησα ανθρώπους που μου απέβαλαν κάθε είδους κόμπλεξ. Από την άλλη, ανήκω σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που αποβάλλουν πολύ εύκολα τις ανασφάλειες τους. Στην ηλικία των 22 με 23, όταν θα έπρεπε να ήμουν το «παιδί», δεν αισθανόμουν ένας ωραίος νέος και εραστής. Ευτυχώς, όμως, είχα μια-δυο φιλικές σχέσεις -που στην πορεία κατέληξαν ερωτικές- οι οποίες μου δημιουργούσαν αυτοπεποίθηση και μου έδειχναν ότι δεν ήμουν αυτό που νόμιζα. Ακόμα και στο θέατρο ποτέ δεν αισθάνθηκα ο καλύτερος. Μέσα μου, όμως, ποιος με εμπόδιζε να το κάνω;

Αισθάνεσαι ότι είσαι καλός ηθοποιός;
Νιώθω ότι είμαι στη διαδρομή αυτού που ονομάζεται ερμηνευτική διαδικασία. Μόνο και μόνο ότι ακολουθώ αυτή τη διαδρομή, και δεν είμαι κάπου αλλού, νιώθω ότι είμαι πολύ καλός ηθοποιός. Για κάθε στιγμή που πιάνω στα χέρια μου ένα κείμενο, αισθάνομαι ότι κάνω ένα βήμα πιο μπροστά.

Σε έχουν χαρακτηρίσει ποτέ «ατάλαντο»;
Κατάμουτρα, όχι, πίσω μου όμως, ναι. Άκουσα πολλά πράγματα να λένε για μένα. Τα έχω στο μυαλό μου σαν μνήμη αλλά όχι σαν εικόνα ή ήχο. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις συναδέλφων και πολλών ανθρώπων όταν ενσάρκωσα τον ρόλο του Οιδίποδα που με προσέγγισαν για να μου ζητήσουν συγγνώμη. Είναι σε αυτό το σημείο που δικαιούμαι να πω ότι είμαι καλός ηθοποιός. Γιατί όλο εκείνο το θράσος και θάρρος που είχα να βγω μπροστά σε όλους να ενσαρκώσω τον Οιδίποδα, αισθάνομαι ότι με πήρε ένα ακόμα βήμα πιο μπροστά, όχι στα μάτια των πολλών αλλά των λίγων που στο μυαλό τους ήμουν «ο Κούλλης ο ατάλαντος».

Στην αυτοκριτική σου έχεις βρει τον τρόπο να αλλάξεις την άποψη που είχες για τον εαυτό σου;
Και για τον Κούλλη και για τους γύρω μου. Το κάνω συνεχώς αυτό και νιώθω ευτυχής. Κάθε μέρα βιώνω διαφορετικά πράγματα και επιδιώκω να έρθω όσο το δυνατό πιο κοντά στον άνθρωπο. Κάτι που μπορεί να με κρατά από καταβολής μου είναι ότι είμαι ο άνθρωπος που δίνω άλλοθι σε ό,τι συμβαίνει γύρω του. Αν μου κάνεις κάτι, θυμώνω, γίνομαι εχθρικός, αλλά την επόμενη στιγμή θα βρω ένα άλλοθι να σου δώσω για να μην καταδικάσω τη σχέση μου μαζί σου. Αυτό το πράγμα δεν θα το αλλάξω ποτέ, όσο επώδυνο κι αν είναι, όσα χαστούκια κι αν φάω.

Δίνεις άλλοθι και στον εαυτό σου;
Στις δικές μου «αμαρτίες» πάντα δίνω άλλοθι. Θα ήταν λάθος μου αν έλεγα ότι δεν δίνω.

Τι άλλο θα σε έκανε ευτυχισμένο στη ζωή σου;
Να ξυπνώ το πρωί και να κάνω κάτι που με ενδιαφέρει προσφέροντας στον κόσμο, να ταξιδεύω παντού και να έχω φίλους. Πάντα επιθυμούσα να έχω φίλους. Πάντα ήμουν άνθρωπος της φιλίας. Είμαι δεμένος με τους ανθρώπους. Είτε κολλητούς είτε εξ’ αποστάσεως φίλους.

Δεν έχεις φίλους; Μου κάνει περίεργο ένας άνθρωπος όπως εσύ τόσο διάχυτος κι έξω καρδιά να δηλώνει «έχω ανάγκη να έχω φίλους»…
Είμαι παιδί του bulling. Λόγω του κοινωνικού στάτους μου που είχα στο σχολείο -γιατί ξαφνικά από τη Βάβλα βρέθηκα στα Λεύκαρα- ήμουν το πιο φτωχό, το πιο παραμελημένο, ρακένδυτο και σιωπηλό παιδί. Δεν ήμουν ο Κούλλης που είμαι σήμερα, πιο αυθόρμητος και παρορμητικός. Είχα απομονωθεί από τους πολλούς αλλά είχα τον Χριστάκη, τον διπλανό μου στην τάξη, που όχι απλά με υπηρέτησε σαν φίλος αλλά ήταν ο φύλακας άγγελος μου. Οπότε, η δύναμη των πολλών που μου έκαναν bulling δεν μπορούσε να περάσει πάνω από εκείνον τον ένα φίλο που είχα.

Πώς βίωνες την κατάσταση;
Εκείνα τα χρόνια, δεν μπορούσε το κάθε παιδί να είναι τόσο αυθαίρετο στον τρόπο συμπεριφοράς του, γιατί υπήρχε ήθος που καλλιεργείτο από το σπίτι και την τάξη. Τους έδινε, όμως, ένα παραθυράκι στην αυλή του σχολείου να απομονώνουν κάποιον. Αν θες να το πούμε αλλιώς, ήμουν το απομονωμένο παιδί. Δεν με έλεγαν με το όνομα μου. Με φώναζαν «η Καττού».

Πώς προέκυψε το παρατσούκλι;
Είναι αστείο αυτό που θα πω τώρα. Ο καντινιέρης ήταν μαθητής της έκτης τάξης κι εγώ ήμουνα στην τρίτη τάξη εκείνου του νέου σχολείου, όπου για πρώτη φορά άκουγα τη λέξη «καντίνα» και «καντινιέρης». Με τα τρία γρόσια που είχα στην τσέπη μου, πήγα να αγοράσω ένα παγωτό και του λέω «κύριε Κάττε, μπορώ να έχω ένα παγωτό;». Με το που του το είπα, για όλα τα χρόνια που ήμουν στο δημοτικό, με φώναζαν «η Καττού». Μόνο για τον φίλο μου τον Χριστάκη και για τα αδέλφια μου ήμουν ο Κούλλης.

Σου ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσεις την κοροϊδία των άλλων παιδιών;
Μπα, δεν θυμάμαι να μου δημιούργησε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Είχα τόσα πολλά θέματα να αντιμετωπίσω στο σπίτι μου, γιατί ήμασταν φτωχή οικογένεια, που έπρεπε από μωρά να πηγαίνουμε στο μάζεμα των ελιών, των τερατσιών, ήμασταν «ταλαιπωρημένοι», οπότε δεν υπήρχε χρόνος να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Σήμερα, όμως, μπορώ να τα θυμάμαι και να γελάω.

Περιέγραψε μου λίγο τη ζωή σου τότε.
Γεννήθηκα το 1970 στη Λάγια, ένα μικρό χωριό με 10 κατοίκους, ήμουν το δέκατο παιδί της οικογένειάς μου, ποτέ δεν αγόρασα κάτι καινούριο, πάντα φορούσα τα ρούχα και τα παπούτσια των αδελφών μου, καμία έγνοια για μάθηση και σχολείο. Ζούσαμε σε μια ετοιμόρροπη παράγκα αλλά, ευτυχώς, ο πατέρας μου αφού τον έπεισαν τα αδέλφια μου, πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε και με ένα μικρό δάνειο 2 χιλιάδων λιρών κατάφερε να μας φέρει στη Λακατάμια σε ένα σπίτι που δεν είχε απολύτως τίποτα μέσα, ούτε καν ντουλάπες. Μεταφερθήκαμε, λοιπόν, στην πόλη κι αρχίσαμε να δουλεύουμε. Νόμισα ότι ήρθα στο Σικάγο. Δεν ήταν γραφτό για μένα να ενταχθώ τόσο εύκολα στην κοινωνία. Μετά τα 16-17 μου, όμως, ξύπνησε μέσα μου το ένστικτο να γίνω ηθοποιός και κατάλαβα ότι πρέπει να διαβάσω και να μορφωθώ.

Αισθάνεσαι ότι έχασες πολύτιμο χρόνο από τη ζωή σου;
Βέβαια, αλλά δεν μαυρίζω τίποτα. Θεωρώ ότι έτσι ήταν το πεπρωμένο μου να ζήσω και νιώθω τυχερός για όλα όσα πέρασα.

Τι θα έλεγες για τους γονείς σου;
Οι γονείς μου, δύο υπέροχοι άνθρωποι, με ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Ο πατέρας μου γεννημένος το 1913, πολέμησε του Εγγλέζους, τους Γερμανούς, έζησε ένα πραξικόπημα, μία εισβολή. Μεταξύ μας υπάρχει μια απόσταση 20 χρόνων. Δεν τον έζησα ποτέ ως νέο και δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ ότι ήταν ηλικιωμένος. Ήταν, όμως. Πέθανε 83 ετών όταν εγώ ήμουν στα 23. Ήταν πατριαρχική η οικογένειά μου, ήταν πολύ σκληρός στον τρόπο… διακυβέρνησής του στο σπίτι αλλά δεν αδίκησε κανένα από τα παιδιά του.

Ήταν σκληρός απέναντί σας;
Ήταν σκληρός βάσει των συνθηκών που έπρεπε να διαχειριστεί. Όλοι τον λατρεύαμε αν και όλοι ίσως δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να τον κοιτάξουμε στα μάτια. Ήμασταν πάντα με χαμηλωμένο βλέμμα λόγω της αυστηρότητάς του.

Η μητέρα σου;
Μια μάνα την οποία θεωρώ ηρωίδα. Σήμερα, στα 82 της, η Ελένη μου, εξακολουθεί να είναι μια ζεστή αγκαλιά για όλα τα παιδιά της.

Παιδί της μαμάς, λοιπόν…
Πάντα ήμουν κολλημένος με τη μητέρα μου. Για να καταλάβεις, στην ντουλάπα της υπάρχει ακόμα το πανωφόρι που με τύλιγε όταν με πήγαινε με το λεωφορείο στον γιατρό. Τζιαι έγυρνα μέσα σε τζιείνο το πανωφόρι, στην αγκάλη της… Δεν περιγράφονται με λόγια όλες εκείνες οι στιγμές. Αχ, τι με έβαλες να σκεφτώ τώρα. Και η μάνα μου τώρα είναι μια γριά που δεν τα βάζει εύκολα κάτω, είναι πεισματάρα. Περιποιείται τις όρνιθες της, τα τεράτσια της, τις ελιές της.

Είσαι το ίδιο πεισματάρης, όπως η μητέρα σου;
Ναι, η οποία είναι ψώνιο όπως εγώ. Μόλις δει κάμερα, θα τρέξει να σταθεί μπροστά της. Πάντα είχε τον τρόπο η Ελένη μου να κλέβει την παράσταση.

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κυπριανού
Styling: Γιώργος Χρυσοστόμου
Ρούχα από το κατάστημα Mork

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS