CELEBRITIESSHOWBIZΣτο μυαλό του Μπάμπη Στόκα

Στο μυαλό του Μπάμπη Στόκα

Ο πάλαι ποτέ frontman των «Πυξ Λαξ» είναι δύο άνθρωποι: ένας χαρισματικός, αγέραστος τραγουδοποιός με φωνή που συγκινεί και ερμηνεία που γοητεύει, αλλά κι ένας 50αρης με φαλάκρα και κοιλίτσα, όψιμος κριτής talent show που συναγωνίζεται σε δυσθυμία ακόμη και τον Γιώργο Θεοφάνους στις εποχές της υπέρτατης τηλεοπτικής γκρίνιας του.

Του Κώστα Μπουρούση

Για τον Μπάμπη Στόκα, την ψυχή των «Πυξ Λαξ», ποτέ δεν ξέραμε πολλά, πέρα από εκείνα που καθένας ήθελε να φαντάζεται ή να υποθέτει για εκείνον. Ήταν γνωστές οι ερμηνείες του, η βαθιά συναισθηματική φωνή του, η μουσική και οι στίχοι που έγραφε, πράγματα που εύλογα τον καθιστούσαν ακαταμάχητο κι ερωτεύσιμο στα κορίτσια. Άλλωστε και ο ίδιος το έχει παραδεχτεί πως όταν στα 90s δημιούργησαν με τον Φίλιππο Πλιάτσικα τους «Πυξ Λαξ» εκείνο που στριφογυρνούσε κυρίως στο μυαλό του ήταν πως αυτός ήταν ένας εύκολος τρόπος για να «ρίχνει» τα κορίτσια. Χωρίς ποτέ να το ζητήσει ή να το απαιτήσει, ο Στόκας θεωρείτο ροκ κι εναλλακτικός. Κάτι το μακρύ τότε μαλλί και το γένι του, κάτι το γεγονός ότι η έντεχνη πλευρά στην οποία ανήκε το συγκρότημα αντιστεκόταν σθεναρά τότε στις σειρήνες της μεγάλης πίστας, ο ίδιος αν και ήταν το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο της μπάντας είχε μια σχεδόν μυθική αχλή που τον περιέβαλλε. Ήταν η εποχή που περισσότερο τραγουδούσε, παρά μιλούσε.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι «Πυξ Λαξ» διαλύθηκαν και ενώθηκαν και ξαναδιαλύθηκαν και ξαναενώθηκαν – ναι, τα reunions του γκρουπ έχουν πλέον αγγίξει τη σφαίρα του καλτ. Ο ίδιος συνέχισε τη διαδρομή του στη μουσική, ως σόλο πλέον καλλιτέχνης, κυκλοφορώντας μάλιστα άλμπουμ που και απήχηση γνώρισαν αλλά και εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία είχαν. Ο έρωτάς του και κατόπιν ο γάμος του με τη δημοσιογράφο Φωτεινή Ψυχίδου ήταν σαν το αόρατο χέρι που τον έσπρωξε να περάσει τη νοητή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το «εναλλακτικό» με το «mainstream» – τουλάχιστον ως προς την ειδησεογραφία και το ενδιαφέρον του κοινού. Και κάπως έτσι, χωρίς μάλλον να το θέλει πολύ βρέθηκε να φιγουράρει στην ημερήσια διάταξη εκπομπών που πόρρω απείχαν από το δικό του σύμπαν, αλλά και να βλέπει τον εαυτό του στις σελίδες των gossip περιοδικών, με αφορμή το διαζύγιό του από την τότε σύζυγό του. Η αλήθεια είναι πως ο ίδιος σπάνια δίνει αφορμές και λαβές να ασχοληθεί κανείς με την προσωπική ζωή του -εντάξει, όλοι τον είδαμε να ανταλλάσσει φιλιά με τη νυν σύντροφό του Μυρτώ Ζομπανάκη, ενώ το αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τις καλλιτεχνικές επιλογές του. Τόσο η συνεργασία του με την Παυλίνα Βουλγαράκη στο ντεμπούτο άλμπουμ της, όσο και οι συμπράξεις του με τον Γιώργο Νταλάρα αλλά και κάποιοι στίχοι του, όπως λόγου χάρη το περίφημο «Φράγκα, γκόμενες και φίλοι μού ανάβουν το φυτίλι. Πυροτέχνημα η ζωή μου και καπνός. Γαμημένη συνήθεια. Καναπές, τσόντες και καφές. Κι η ζωή μου με πνίγει, το κορμί μου σαπίζει, τρομαγμένος ο κόσμος και βουβός», έχουν κριθεί από πολλούς αρκετά αιχμηρά.

Γεννημένος στο Βούπερταλ το 1968, ο Στόκας από πολύ νωρίς αναγκάστηκε να αποχωριστεί τους μετανάστες γονείς του. Εκείνοι εμπιστεύθηκαν την ανατροφή του στη γιαγιά του που ζούσε στην Καλαμάτα, όμως, τελικά η αδελφή της με τον σύζυγό της ήταν εκείνοι που ανέλαβαν το μεγάλωμά του. Τα παιδικά χρόνια του ήταν μάλλον ξέγνοιαστα, γεμάτα από εξερευνήσεις και βόλτες πάνω στο αγαπημένο του ποδήλατο. Στα οχτώ του χρόνια οι γονείς του επέστρεψαν από τη Γερμανία κι έτσι η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα – πρώτα σε ένα ημιυπόγειο του Ζωγράφου, αργότερα σε ένα αυθαίρετο στο Μενίδι, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος. Εκεί στα Δυτικά προάστια της Αττικής γνώρισε τον κολλητό φίλο του και μετέπειτα καλλιτεχνικό alter ego του, τον Φίλιππο Πλιάτσικα. Τις πρώτες πρόβες τους, έφηβοι ακόμη τις έκαναν σε ένα μικρό δωμάτιο στο τσαγκάρικο που λειτουργούσε ο πατέρας του Πλιάτσικα, ενώ τις ακροάσεις όσων ηχογραφούσαν τις έκαναν στο σπίτι του Στόκα, όπου υπήρχε κασετόφωνο. Για να τραγουδήσει τότε, ο Στόκας ήθελε υποβλητική ατμόσφαιρα. Η μάνα του Πλιάτσικα φρόντιζε να τον προμηθεύει με κεριά. Κάπως έτσι, για πλάκα, όπως έχουν ομολογήσει αμφότεροι, ξεκίνησε ένα μυθικό μουσικό success story για τα ελληνικά δεδομένα. Και οι «Πρίγκιπες της δυτικής όχθης» που έγραψαν τη δική τους ιστορία με τα θρυλικά live στην έδρα τους, στο «Δίπλα στο ποτάμι» και τις κοσμοπλημμυρισμένες συναυλίες τους -μέχρι και opening act στον Sting έκαναν- έγιναν επιδραστικοί, δημοφιλείς, σταρ. Τόσο, ώστε πολλά χρόνια μετά από τη διάλυση του γκρουπ, ο Μπάμπης Στόκας να αναλάβει φέτος τη θέση του κριτή στο «XFactor», αιφνιδιάζοντας με την απόφασή του ακόμη κι εκείνους που θεωρούσαν πως τον ήξεραν καλά.

Καθισμένος στο ένα άκρο του ορθογώνιου τραπεζιού της κριτικής επιτροπής -σημειολογικά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως είναι το αντίβαρο στον Γιώργο Μαζωνάκη που βρίσκεται στην άλλη άκρη- ο Στόκας έχει καταφέρει ήδη να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού αλλά και να ιντριγκάρει τους διαγωνιζόμενους του talent show. Δεν μιλά πολύ. Κι όταν μιλά σπάνια έχει να καταθέσει μια καλή κουβέντα – ούτε λόγος για ενθουσιασμό. Ακόμη και τη στάση του σώματός του να παρατηρήσει κανείς μπορεί εύκολα να καταλάβει πως ίσως νιώθει άβολα, ενδεχομένως αισθάνεται έξω από τα νερά του, πιθανώς πλήττει θανάσιμα. Ή ίσως απλώς προτιμά να υποδύεται τον εαυτό του, χωρίς μεγαλοστομίες -θετικές ή αρνητικές- τις οποίες αγαπά η τηλεόραση. Αλλά εκείνος δεν της κάνει τη χάρη. Σε κάθε περίπτωση αυτή η αντι-τηλεοπτική στάση του φαίνεται όχι μόνο να συζητιέται αλλά και να αρέσει, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και στα σχόλια που κυκλοφορούν για εκείνον στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης αλλά και στον Τύπο. Ακόμη κι αν αυτή είναι προϊόν αμφιβολίας ή πάλης με τον εαυτό του για την απόφασή του να ενδώσει στο τηλεπαιχνίδι. Άλλωστε, πριν από έναν χρόνο είχε πάρει σαφή θέση για τα τηλεοπτικά talent shows δηλώνοντας με παρρησία: «Αν μου έδιναν πάρα πολλά λεφτά θα πήγαινα. Μόνο γι’ αυτό. Γιατί δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος».

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS