CELEBRITIESSHOWBIZΑλίκη - Τζένη: Τα καλοκαίρια στα εξοχικά τους

Αλίκη – Τζένη: Τα καλοκαίρια στα εξοχικά τους

Οι δύο μεγαλύτερες σταρ του ελληνικού σινεμά «έφυγαν» καλοκαίρι – στις 23/7/96 η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στις 27/7/92 η Τζένη Καρέζη. Και οι δύο από την ίδια αρρώστια. Μαζί και στον θάνατο, όπως μαζί είχαν ζήσει. Δίπλα και απέναντι, σε όλα – ακόμα και στα καλοκαίρια τους. Στο βουνό η μία, στη θάλασσα η άλλη…

Από την Κάλλια Καστάνη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΙΚΟ «ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ» ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ
Η σταρ Τζένη Καρέζη κάτω από τη σκηνή, μεταμορφωνόταν. Ξαναγινόταν ένα απλό κορίτσι που αγαπούσε τα απλά, καθημερινά πράγματα: τον ήλιο, τη θάλασσα (σ.σ. ήταν δεινή κολυμβήτρια, μάλιστα έκανε και ψαροντούφεκο!), τα τεμπέλικα καλοκαιρινά μεσημέρια αγκαλιά με ένα βιβλίο, τη φυσική ζωή. Τη δεκαετία του ‘80, σε ένα από τα ταξίδια της στο Πήλιο, έμαθε για ένα παλιό σπίτι που πουλιόταν στην Τσαγκαράδα – μια «φωλιά», χωμένη μέσα σε ένα μικρό δάσος από πλατάνια και καστανιές. Με πρασινάδες, με τρεχούμενα νερά, με έναν παλιό φούρνο στην αυλή. Το ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Τετράδια ζωής», σημείωνε σχετικά: «Η τελευταία αδυναμία μου είναι το σπίτι μας στο Πήλιο. Κεραυνοβόλος έρωτας. Κάθε φορά που πάω στην Τσαγκαράδα, είναι σαν να ταξιδεύω προς το όνειρο.

 

Κι όταν φτάνω εκεί, μεταμορφώνομαι. Κάνω όλα τα πράγματα που δεν μπορώ ή δεν προλαβαίνω να κάνω στην Αθήνα. Γράφω, διαβάζω, συγυρίζω, σκαλίζω τον κήπο, μαγειρεύω, στολίζω. Αυτό το σπίτι, το έφτιαξα μαζί με τους μαστόρους. Ξύπναγα στις έξι το πρωί κι άρχιζα πετραδάκι-πετραδάκι να «κεντάω» την αυλή μου. Εδώ αυτή η πλάκα, εδώ αυτή η κόκκινη πετρούλα από την Νταμούχαρη ή από τον Μυλοπόταμο. Γύριζα τα βράδια με ένα τσουβάλι στις ακρογιαλιές και μάζευα πολύχρωμα πετράδια. Πρωί-πρωί έπαιρνα ένα μικρό σφυρί κι άρχιζα να τα φυτεύω, λίγο πριν γίνει το αρμολόγημα. Κι όλα είχαν μετατοπιστεί. (…) Το μόνο που μέτραγε ήταν αν θα μπει η κόκκινη πετρούλα δίπλα στη μαύρη».

Το καλοκαίρι του ’86, την ίδια εποχή που «κεντούσε» μανιωδώς, την αυλή της με πετραδάκια, της είχαν προτείνει να ανεβάσει «Μήδεια» στην Επίδαυρο – να επιχειρήσει να επαναλάβει, ουσιαστικά, τον θρίαμβο που είχε παίζοντας τον ίδιο ρόλο στο Ηρώδειο, ένα χρόνο νωρίτερα. Η Τζένη, πάλευε με την Καρέζη…


«Όχι να μη γίνει η “Μήδεια”. Είμαι τόσο ήσυχη και ευχαριστημένη στο Πήλιο. Δεν θα κατέβω στην Αθήνα. Αλλά… Αλλά υπήρχε ο ρόλος που τον λάτρευα και θα τον λατρεύω σε όλη μου τη ζωή. Υπήρχε και η Επίδαυρος. Το όνειρο που είχα από παιδί. Το όνειρο που έχει κάθε παιδί που θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο. Ο ρόλος, η δυσκολότερη μάχη της ζωής μου. Τα αφήνουν όλα αυτά; Άρχισαν οι βόλτες στον κήπο. Θα γίνει η “Μήδεια”. Πρέπει να γίνει. Άσε γι’ αργότερα τα πετραδάκια. Τώρα πρέπει γι’ άλλη μια φορά να διεκδικήσεις τη ζωή μου. Το τελευταίο βράδυ κάναμε με τους μαστόρους ένα τσιμπουσάκι. Εκεί, στην ατέλειωτη ακόμα αυλή. Και το απίθανο φεγγάρι της Τσαγκαράδας φώτιζε τις πετρούλες μου. Λίγο τσιπουράκι, ο Κωνσταντίνος με την κιθαρίτσα του, ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης, ο Κώστας να ‘χει έρθει στο κέφι. Πρωί-πρωί τα φορτώσαμε και φύγαμε. Ψιλόβρεχε. Γύρισα και είδα το χωριό μου -έτσι θεωρώ την Τσαγκαράδα- να χάνεται μέσα στην ομίχλη. Να χάνεται μαζί της και η ξενοιασιά. Δυο τρία βοτσαλάκια τα πήρα μαζί μου. Έτσι, για γούρι».


Με τον άντρα της Κώστα Καζάκο.

Δεν ήταν πάντα γούρικα τα βοτσαλάκια του Πηλίου – καμιά φορά γίνονταν βαρίδια. Το επόμενο καλοκαίρι, εξοργισμένη από τα κακόβουλα σχόλια (πως δήθεν «οι βίλες και τα εξοχικά», δεν ταίριαζαν με το αριστερό της προφίλ…), η Καρέζη είχε δώσει μια συνέντευξη-καταπέλτη στον «Ταχυδρόμο». Εκεί, μεταξύ άλλων, έλεγε: «Είμαι διάσημη από 19 χρονών και δουλεύω από τότε σαν σκυλί. Και δουλεύω με επιτυχία.(…) Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου ένα εξοχικό σπίτι πράγμα που διαθέτουν πια όλοι οι μέσοι Έλληνες. Είχαμε αγοράσει ένα παλιό σπίτι στο Πήλιο -όπου σημείωσε διαθέτουν σπίτια πολύ νεότεροι συνάδελφοι και λιγότερο διάσημοι από εμένα και δεν τους έχει πει κανείς κουβέντα- και το αναπαλαιώσαμε με πολλή αγάπη και περισσότερο μόχθο με προοπτική να το κάνουμε ξενώνα όπου να μένουμε και εμείς λίγο – γιατί το Πήλιο βρίσκεται μακριά, δεν πας και έρχεσαι κάθε μέρα. Ασχολήθηκα με πάθος με αυτή τη δουλειά. Έφτιαξα με τα χέρια μου αυλές, ταράτσες, πεζούλες και σιγά-σιγά στη διαδρομή το αγάπησα με πάθος. Και είπα, “όχι δεν το κάνουμε ξενώνα”. Θα έχω αυτό το σπίτι σαν καταφύγιο όταν η δουλειά μου το επιτρέπει -και ευτυχώς ή δυστυχώς μου το επιτρέπει πολύ σπάνια. Αυτό το σπίτι είναι η δικιά μου απόδραση από τους ρυθμούς της πόλης. Έχω και εγώ δικαίωμα να ταξιδέψω στο όνειρο…».

Με τον γιο της Κωνσταντίνο, στην αυλή του εξοχικού τους. 

Ήθελε λυσσαλέα να ονειρευτεί, να ταξιδέψει, να ζήσει. Ακόμα και την άνοιξη του ‘92, όταν πια ο καρκίνος είχε προχωρήσει και οι γιατροί δεν της έδιναν ελπίδες, η Τζένη Καρέζη ένα πράγμα ζητούσε ξανά και ξανά: να πάει στο σπίτι που είχε φτιάξει -σχεδόν- με τα χέρια της στο Πήλιο. Στο καταφύγιό της. Βαθιά μέσα της -λένε οι δικοί της άνθρωποι- πίστευε, μάλλον, πως αν έφτανε ως εκεί, τα πράγματα μπορεί και να άλλαζαν…

Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 2013, στο παλιό εξοχικό της Τζένης Καρέζη στο Πήλιο εγκαινιάστηκε ένα μικρό θεατράκι. Το «Τζένη» -που κάθε καλοκαίρι φιλοξενεί παραστάσεις, μουσικές βραδιές κλπ.- είναι ένα μικρό, κομψό αμφιθεατρικό κτίσμα, φτιαγμένο ολόκληρο από πηλιορείτικη πέτρα. Ένα όνειρο. «Τα όνειρα – τι ωραίο πράγμα! Και πόσο απαραίτητο. Ονειρεύομαι το έργο που θα παίξουμε του χρόνου. Ονειρεύομαι μεγάλους ρόλους. Ονειρεύομαι ένα ονειρεμένο καλοκαίρι, ξένοιαστο και ξεκούραστο… Ονειρεύομαι το σπιτάκι στο Πήλιο και τους δυο μας να περπατάμε πάνω στα φύλλα από τις καστανιές και πάνω στη σκηνή…» (Απόσπασμα από το βιβλίο «Τετράδια ζωής», της Τζένης Καρέζη).


Πάνω, στο προαύλιο του σπιτιού ανεγέρθηκε πρόσφατα ένα αμφιθέατρο προς τιμήν της.

 

ΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΟ
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε γεννηθεί στις 20 Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριού. Της πήγαινε αυτή η εξωστρεφής εποχή. Στις «καλοκαιρινές» ταινίες της -την «Αλίκη στο Ναυτικό», την «Μανταλένα», το «Δόλωμα» και την «Κόρη μου τη Σοσιαλίστρια»- το Αλικάκι με τα χρυσά μαλλιά έλαμπε κάτω από το ελληνικό φως. Και υπήρχε ένα μέρος, που για κείνη ήταν πάντα καλοκαίρι: το εξοχικό της, στον Θεολόγο.

Το μέρος το είχε ανακαλύψει το 1968, όταν, μαζί με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, έκαναν γυρίσματα σε αυτό τον -τόσο κοντινό στην Αθήνα- κουκλίστικο παραθαλάσσιο οικισμό της Φθιώτιδας. Ενθουσιάστηκε. Λάτρεψε το «μεταφυσικό» -έτσι το έλεγε- τοπίο της περιοχής. Έψαξε και αγόρασε 14 στρέμματα κι ένα τριώροφο σπίτι, (συνολικά 450 τ.μ.) «πάνω στο κύμα», με δική του, ιδιωτική παραλία – ένα υπέροχο εξοχικό. «Στο σπίτι στον Θεολόγο κολυμπάω, βλέπω το ηλιοβασίλεμα, κάθομαι στο μπαλκονάκι μου μέχρι να χαράξει και να γίνει ο ουρανός σαν νερωμένο ουζάκι. Αν το σπίτι μου είναι στην Αθήνα, το σπιτικό μου είναι στον Θεολόγο», έλεγε.


Η Αλίκη αγαπούσε πολύ το σπίτι στο Θεόλογο, την ηρεμούσε. 

Ένα μαγιό κι ένα παρεό ήταν η καθημερινή «στολή» της, στο Θεολόγο, τα καλοκαίρια που μπορούσε να ξεκουράζεται, να χαίρεται τον ήλιο, τη θάλασσα, τον γιο της, Γιάννη, τους φίλους της που κοίμιζε στους ξενώνες της: τη Νόρα Βαλσάμη και τον Ερρίκο Ανδρέου, τη Ζωή Λάσκαρη και τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, τον Σταμάτη Φασουλή, τον θίασό της, στις αργίες του θεάτρου. Γενναιόδωρη, περιποιητική οικοδέσποινα, έμπαινε η ίδια στην κουζίνα για να μαγειρέψει για όλους. Και τα βράδια ξημέρωναν στη βεράντα της με γέλια, αστεία, χορούς και αγάπη…

«Θυµάµαι έντονα τα καλοκαίρια µας στον Θεολόγο – στο εξοχικό της», είχε πει η Μαρινέλλα, σε μια παλιά συνέντευξη. «Ήταν απέναντι από το δικό µου, στο οποίο δεν έµενα σχεδόν ποτέ. Με έπαιρνε τηλέφωνο και µου έλεγε “Έλα χριστιανή µου να φάµε και να τα πούµε!”. Πήγαινα, κάναµε µπάνιο, ξαπλώναµε σε ένα πλακόστρωτο που ’χε και τα λέγαµε. Κατέβαζε µόνη της σε µεγάλους δίσκους ουζάκια και µεζεδάκια – δεν έχω δει πιο φιλόξενο άνθρωπο. Ήταν άβαφη. Και πόσο όµορφη… Σαν µπουµπούκι…».

 

Μια και μοναδική πικρή στιγμή έζησε σε αυτό το σπίτι, την άνοιξη του 1975. Είχε μόλις χωρίσει με τον Δημήτρη και η σχέση τους ήταν «πολεμική». Η Αλίκη είχε κανονίσει με τον Κλεισθένη -γνωστό φωτογράφο της εποχής και φίλο της- να ποζάρει στον Θεολόγο για ένα εξώφυλλο. Φτάνοντας όμως ως εκεί, ανακάλυψε πως ο Παπαμιχαήλ είχε αδειάσει το σπίτι, από -σχεδόν- όλα του τα έπιπλα. Κατέρρευσε.


Με τον Κύπριο φίλο της Ιάκωβο Γεωργιάδη, που επίσης δεν είναι πια στη ζωή.

Εκείνο το απόγευμα ο Κλεισθένης, έκανε ένα μόνο κλικ – όχι τη σταρ Βουγιουκλάκη, αλλά την Αλίκη. Μια τσακισμένη γυναίκα, που τηλεφωνούσε κλαίγοντας στην Αστυνομία, για να καταγγείλει το περιστατικό. Από σεβασμό σε κείνη, η φωτογραφία δόθηκε στη δημοσιότητα, χρόνια μετά τον θάνατό της. Από τον Θεολόγο, η ίδια αργότερα θα μας σύστηνε, την ώριμη, σέξι Αλίκη των ‘80’s, ποζάροντας στην παραλία με τολμηρά μαγιό ή τόπλες και δηλώνοντας σε μια συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη: «Ξέσκισα μέσα μου το ταμπού του καλού κοριτσιού»…

Μετά τον χωρισμό της και από τον Γιώργο Ηλιάδη, ένα νέο πρόσωπο θα μπει στη ζωή της: ο Βλάσσης Μπονάτσος, ο «Τσε» στην Εβίτα της. Η διαφορά της ηλικίας τους γίνεται θέμα συζήτησης. Τον Αύγουστο του 1982, η Αλίκη απαντάει στα σχόλια με μια τολμηρή καλοκαιρινή φωτογράφηση που γίνεται εξώφυλλο, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Τίτλος εξωφύλλου. «Ζω το έργο που θα παίξω».


Με τον Βλάση Μπονάτσο.

Το Πάσχα του ’96 πηγαίνει στο αγαπημένο της εξοχικό για τελευταία φορά. Ήδη, νιώθει τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Τον Ιούλιο μες στο Ιατρικό Κέντρο, όπου παλεύει με τον καρκίνο, ρωτάει πιεστικά τους γιατρούς: «Θα πάω στο χωριό;». Μοναδική της επιθυμία (και σε αυτό, πάλι, μοιάζει τραγικά με την Τζένη) είναι να το σκάσει για το αγαπημένο της σπίτι. Να γιορτάσει άλλη μια φορά τα γενέθλιά της, δίπλα στη θάλασσα. Δεν θα τα καταφέρει. Και, μετά τον θάνατό της, το εξοχικό της θα πουληθεί από τον γιο της, Γιάννη Παπαμιχαήλ. «Μετάνιωσα που πούλησα το σπίτι στον Θεολόγο και για καιρό το έβλεπα στον ύπνο μου», θα δηλώσει αργότερα εκείνος, με συντριβή. Μέχρι και σήμερα, οι ντόπιοι αποκαλούν την παραλία της Αλίκης -εκείνη όπου της άρεσε να κάθεται και να χαζεύει το ηλιοβασίλεμα- «παραλία Βουγιουκλάκη»…

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS