GOOD LIFEΣΧΕΣΕΙΣΠώς καταντήσαμε έτσι, πώς φτάσαμε ως εδώ;

Πώς καταντήσαμε έτσι, πώς φτάσαμε ως εδώ;

Τα ζευγάρια που επισκέπτονται το γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή λόγω προβλημάτων στη σχέση τους, συνήθως δεν αντιμετωπίζουν κάποιο «τεράστιο» πρόβλημα. Δεν συνέβη κάτι κοσμοϊστορικό που άλλαξε τις ισορροπίες της σχέσης τους ή τα συναισθήματά τους.

Τις περισσότερες φορές τα προβλήματα αφορούν τα μικρά, καθημερινά, θεωρητικά «ασήμαντα» συμβάντα. Συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται, κτίζουν αντιδράσεις, παγιοποιούνται και κουράζουν.

Με το πέρασμα του χρόνου
Τόσα πολλά «μικρά» που στοιβάχτηκαν στο πέρασμα του χρόνου, έχοντας δημιουργήσει ανάμεσα στους συντρόφους ένα ολόκληρο βουνό. Τι ακούει ένας θεραπευτής από την απέναντι καρέκλα; «λέω άσπρο, μου λέει μαύρο», «ξεκινάμε να μαλώνουμε για κάτι και καταλήγουμε να θυμόμαστε άλλα δέκα», «αποφεύγω να πάω σπίτι για να γλιτώσω τη μουρμούρα της», «έρχεται πάντα με τα μούτρα κατεβασμένα», «μου επιτίθεται με την πρώτη ευκαιρία», «μαζί του όλα είναι δύσκολα», «δεν μπορούμε απλά να κάνουμε μια ήρεμη κουβέντα», «θυμώνω και μόνο που τον βλέπω», «δεν με ακούει», «το κάνει επίτηδες για να με εκνευρίσει», «όλο ψάχνεται για καυγά», «ό,τι και να της ζητήσω είναι κουρασμένη», «για όλα φταίω εγώ», «ό,τι και να κάνω δεν είναι αρκετό».
Σας ακούγονται γνώριμα; Ίσως οι περισσότεροι από όσους βρίσκονται σε μια μακροχρόνια σχέση, είτε είμαστε παντρεμένοι είτε όχι, έχουμε κάνει τέτοιες σκέψεις ή δηλώσεις.

Καμία προσπάθεια αλλαγής
Πώς όμως από περαστικές σκέψεις και μεμονωμένα περιστατικά, καταλήγουμε με τις πιο πάνω φράσεις να περιγράφουμε την καθημερινή εικόνα της σχέσης μας; Συνήθως αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων συμπεριφορών που υιοθετούμε, οι οποίες μετά από λίγο καιρό αναπαράγονται τόσο αυτοματοποιημένα που ούτε καν τις σκεφτόμαστε.

Είναι σαν να ξέρουμε από πριν το σενάριο που θα παιχτεί και αφηνόμαστε στη ροή του χωρίς καμιά προσπάθεια να διαφοροποιήσουμε την πλοκή και τους διαλόγους. Και κάπως έτσι η αλληλεπίδραση με τον/την σύντροφό μας καταλήγει σε ένα σύνολο συγκεκριμένων και επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών από τις οποίες δεν βλέπουμε διέξοδο.

Το παράδοξο είναι πως, ως επί το πλείστον, οι άνθρωποι δεν ξεκινούν τη σχέση τους με αυτούς τους τρόπους επικοινωνίας, μάλιστα οι περισσότεροι απορούν «…πώς καταντήσαμε έτσι;». Αλήθεια, πώς καταλήγουμε έτσι; Πιο κάτω θα αναφερθώ σε τέσσερις συμπεριφορές που αποτελούν «καμπανάκια» για τον τρόπο που επικοινωνούμε με το έτερό μας ήμισυ, τις οποίες αν αναγνωρίζουμε, θα είχε αξία να προσπαθήσουμε να τροποποιήσουμε.

Συμπεριφορές που χτυπούν «καμπανάκια»
Κριτική Πρώτη και καλύτερη, η οποία μέσα στη σχέση σπανίως έχει εποικοδομητικό χαρακτήρα. Συνήθως αποτελείται από συνεχόμενα παράπονα και γκρίνια, αλλά και από τη διάθεσή μας να σχολιάσουμε αρνητικά την κάθε κίνηση του άλλου. Σαν να του λέμε ότι δεν κάνει τίποτα σωστά, μερικές φορές μάλιστα το λέμε και ευθαρσώς!

Έχουμε τη διάθεση να επικρίνουμε την οποιαδήποτε συμπεριφορά του/της συντρόφου μας, ό,τι και αν κάνει μας «φταίει» και δεν ικανοποιούμαστε με τίποτα, χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για εποικοδομητικό διάλογο.

Και ενώ πιάνουμε «στον αέρα» το κάθε τι που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τον αρνητισμό μας, σε καμία περίπτωση δεν έχουμε την αντίστοιχη διάθεση να αναγνωρίσουμε το καλό, το σωστό, το χρήσιμο που ο άλλος μπορεί επίσης να κάνει.

Περιφρόνηση: Συνήθως ακολουθεί την κριτική. Γιατί αν έναν άνθρωπο τον ακυρώνουμε και τον απαξιώνουμε στη λογική ότι «ποτέ τίποτα δεν είναι αρκετό», τι έχουμε να θαυμάσουμε σε εκείνον; Πώς θα μας εμπνεύσει σεβασμό;

Καταλήγουμε να προσβάλουμε και να μειώνουμε τον/την σύντροφο με άσχημα επίθετα και χαρακτηρισμούς, κοροϊδία, σαρκασμό, μειωτικά σχόλια. Και φυσικά δεν το κάνουμε μόνο με τις λέξεις μας, αλλά και μέσα από τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά μας.

Άμυνα: Όταν οι σύντροφοι καταλήξουν να βιώνουν τη σχέση σαν μια μάχη που πρέπει να κερδηθεί, η άμυνα φαντάζει ως ιδανική συμπεριφορά. Η σχέση άμυνας – επίθεσης είναι γνωστή σε όλους. Όσο ο αντίπαλος επιτίθεται τόσο εμείς αμυνόμαστε. Στις σχέσεις όμως συχνά αμυνόμαστε και χωρίς πραγματικά να δεχόμαστε επίθεση, αρκεί το αίσθημα ότι «απειλούμαστε».

Η αμυντική στάση συνήθως αφορά δικαιολογίες αλλά κι έναν τρόπο να μπαίνουμε στο ρόλο του θύματος. Με όποιο τρόπο και να την εκφράσουμε, η αμυντική στάση μάς αποτρέπει από το να ακούσουμε πραγματικά τι μας λέει ο άλλος. Παράλληλα, ισχύει και το εξής παράδοξο: Παρόλο που εμείς προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για να κατευνάσουμε το θυμό ή την ενόχληση του άλλου και να βγούμε από τη δύσκολη θέση, τελικά ο θυμός του/της συντρόφου «φουντώνει» όσο εμείς προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε, σαν να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά. Και ξανά, και ξανά κάνουμε τον ίδιο κύκλο!

Φυγή: Τέλος, όπως σε κάθε καλή «μάχη», αν κανείς αδυνατεί να αμυνθεί, τρέπεται σε φυγή. Η φυγή από τη συζήτηση ή από την ίδια τη σχέση είναι συχνά ένας από τους τρόπους που χειριζόμαστε τη σύγκρουση, προκειμένου να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και να μην πληγωθούμε. Μπορεί και να την υιοθετούμε επειδή νιώθουμε ότι δεν έχουμε τις δεξιότητες ή τις δυνάμεις να ανταπεξέλθουμε με άλλους τρόπους.

Είτε αφορά την πραγματική φυγή από το χώρο του καυγά, είτε την ψυχική φυγή, όπου κλεινόμαστε στον εαυτό μας και αγνοούμε τον σύντροφο ή κάνουμε ότι δεν ακούμε, έχει τα ίδια αποτελέσματα. Η στάση αυτή εκλαμβάνεται από τον/την σύντροφο ως αδιαφορία, γεγονός που κλιμακώνει τη σύγκρουση.

Αυτό δεν σημαίνει πως κανείς δεν μπορεί να πάρει απόσταση και να επιτρέψει στην ένταση να καταλαγιάσει πριν επιστρέψει στη συζήτηση. Αναφέρομαι κυρίως στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει καμιά πρόθεση επίλυσης της διαφωνίας, απλά φεύγουμε ελπίζοντας πως το πρόβλημα θα λυθεί ως δια μαγείας.

Με τη ΘΕΚΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ψυχολόγος
Ιατρικό Κέντρο Σεξουαλικής Υγείας Θάνου Ασκητή

Περιοδικό Life, τεύχος 103

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS