ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

BEAUTY NEWS

CELEBRITIESSHOWBIZΚώστας Βουτσάς, 1931- 2020: Φσσστ, ΒΥΕ….

Κώστας Βουτσάς, 1931- 2020: Φσσστ, ΒΥΕ….

Ήταν η νιότη, ένα γέλιο -πολλά γέλια- μια γαλανή σπίθα, αμέτρητα σινεμασκόπ Σαββατόβραδα, μπροστά στην τηλεόραση, με ελληνική ταινία. Σταρ, μέγα λαϊκό είδωλο και άνθρωπος larger than life. Θα μας λείψει. Το ήξερε. Σε ένα σημείωμά του προς τις «Θεατρικές Σκηνές» είχε γράψει: «Μπορεί να ξεχάσετε αυτά που σας είπα στην καλλιτεχνική μου παρουσία, δεν θα ξεχάσετε, όμως, αυτά που σας έκανα να αισθανθείτε…».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΑ ΚΑΣΤΑΝΗ

«Ο τελευταίος χαρούμενος» – το καλύτερο επίθετο, το πιο ακριβές, και η πιο χαρακτηριστική εικόνα του Κώστα Βουτσά χώρεσε στο σύντομο «αντίο» του Λάκη Λαζόπουλου, στο Ιnstagram: «Έφυγε ο Κώστας. Ο Κώστας μας. Ο τελευταίος χαρούμενος μιας εποχής που μας άφησε σημάδια πώς να βρίσκουμε το γέλιο όταν χανόμαστε στα σημερινά πελάγη. (…)”Λακη, μπαίνω εγώ τώρα σαν γέρος στη σκηνή ε;”, μου είπε κάποια στιγμή στα γυρίσματα των τελευταίων 10 Μικρών Μήτσων! Τα έχασα. Τον βλέπω, λοιπόν, πάει στο σκηνικό πίσω και αρχίζει να βήχει και να τρεμουλιάζει τη φωνή του. Ήταν 86 και προσπαθούσε να μπει στον ρόλο του γέρου. Δεν τον συνάντησε ποτέ τον γέρο. Σε ρόλο, ναι. Γεράματα είχε, γέρος δεν έγινε ποτέ…».

Είναι αλήθεια. Ακόμα και στα 88 του, ο Βουτσάς είχε ενέργεια αστείρευτη, εφηβική νεανικότητα, μια παράδοξη, περίσσια ζωική ορμή – λες και ο τόπος που πατούσε τον ηλέκτριζε, δεν τον χώραγε. Το ίδιο feeling, έφερνε πάντα και στους ρόλους του που «μπόλιαζε» με έντονη σωματικότητα, κίνηση, χειρονομίες, γκριμάτσες κι εκείνο το ιδιαίτερo περπάτημά του με τα γρήγορα, κοφτά βηματάκια, σαν να χόρευε πάνω σε ελατήριο. Η στάση, η απραξία δεν του ταίριαζε – δήλωνε, στ’ αστεία πως ήθελε να δουλεύει συνέχεια, γιατί όταν καθόταν σπίτι αρρώσταινε «ακούγοντας» την πίεση και το ζάχαρό του. Όταν τον πρωτογνώριζες, σου ζητούσε να τον φωνάζεις «Κώστα» κι όχι «κύριε Βουτσά», επειδή «οι μύθοι είναι για τα ράφια και τα μουσεία, εγώ μικρός είμαι ακόμα». Ύστερα, πέταγε ένα σόκιν ανέκδοτο και γελούσε δυνατά, μ’ ένα γέλιο αστείο, πιτσιρικίστικο, κάνοντας «κχχχχ» με το λαρύγγι του, και κοιτώντας σε με μάτια που σπίθιζαν πονηρά.

«Μεγαλώνω. Δεν γερνάω. Δεν θέλω να γεράσω. Αυτή είναι η διάθεσή μου. Το θέμα είναι να δίνεις ζωή στα χρόνια σου. Κι όχι χρόνια στη ζωή σου. Να κάνεις πράγματα που σου αρέσουν, να βγαίνεις, να κάνεις γνωριμίες, να πηγαίνεις σε κλαμπ. Ξέρεις, υπάρχουν τρεις ηλικίες: ο νέος, ο μεσήλικας και “ο μια χαρά είσαι, βρε”. Εγώ ανήκω στην τρίτη κατηγορία…», είχε πει στην Ιωάννα Μπλάτσου, στην Athens Voice.

Κανείς δεν ξέρει -γιατί ποτέ δεν το είπε ξεκάθαρα- αν αυτή η λυσσαλέα του διάθεση για ζωή, έκρυβε στη ρίζα της ένα βαθύ, ανεπούλωτο τραύμα, το «έλλειμμα» μιας παιδικής ηλικίας θλιβερής και ασπρόμαυρης, πιο τραγικής κι από μελό του ιταλικού νεορεαλισμού. O Kώστας Σαββόπουλος ή Βουτσάς («Κώστας», όπως ένας μεγαλύτερος αδελφός που πέθανε πριν γεννηθεί εκείνος από δάγκειο πυρετό και «Βουτσάς», από έναν παππού που έφτιαχνε «βουτσιά», δηλαδή βαρέλια), γιος μιας οικογένειας προσφύγων, από την Πόλη και τη Θράκη, είχε διηγηθεί κομμάτια αυτής της ζωής, στον Αντώνη Ντινιακό, στο andro.gr

«Γεννήθηκα σε μια φτωχογειτονιά στον Βύρωνα, 31 Δεκεμβρίου του 1931. Τα πρώτα χρόνια τα έζησα στον προσφυγικό καταυλισμό του Κοπανά, όπου μετά την Καταστροφή του ’22 είχαν εγκατασταθεί χιλιάδες πρόσφυγες γύρω από τα λατομεία. Το “πατρικό” μου τότε ήταν ένα άδειο μαγαζί – ένα δωματιάκι δηλαδή που ίσα-ίσα χωρούσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου κατάφερε και βρήκε δουλειά ως εργοδηγός στην εταιρία ασφαλτοστρώσεων ΒΙΟ κι έτσι μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Ούτε κι εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν εύκολα. Βλέπεις, ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής – κανονικός, παλαιάς κοπής, όχι μουσαντένιος. Από εκείνους που δεν υποθήκευαν τα στρέμματα της καρδιάς τους και τα “πιστεύω” τους σε κανέναν. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε λυσσασμένα. Μου πήρε χρόνια να κλείσω αυτές τις πληγές, να αφήσω πίσω μου τον φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να τον σέρνουν δεξιά και αριστερά και να τον χτυπούν».

Θυμόταν τον πατέρα του να τον δέρνουν με μια σιδερόβεργα, για να υπογράψει «τη δήλωση». Την πείνα, την πείνα, την πείνα – έτρωγε στραγάλια και νερό, για να πρηστεί η κοιλιά του, να μην πονάει. Την εποχή που βγήκε με το κασελάκι, 11 χρονών παιδί, για να πουλήσει τσιγάρα ή τότε που παρίστανε τον «αβανταδόρο» στους παπατζήδες της πόλης, για το μεροκάματο. Τα τσεμπέρια που έκλεβε από το εργοστάσιο κάποιου Αρμένη και τα πούλαγε μετά στον Βαρδάρη, για δυο δεκάρες (Θυμάμαι ακόμα τη μάνα μου σαν να ’ναι τώρα: «Παιδί μου, πρόσεχε τι κάνεις και πού μπλέκεις, γιατί αν μπεις φυλακή θα λένε όλοι “Εμ, λογικό είναι από κομμουνιστή πατέρα να βγει αλήτης γιος”…»). Την πουτάνα, από την Μπάρα, με την οποία πλάγιασε για πρώτη φορά, στα 12 του – «Αγγέλα την έλεγαν». Τις αριστερές προκηρύξεις που πέταγε με τα άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ, από τους εξώστες των σινεμά. Τη ζωή στα μπουλούκια, αργότερα, «σήμερον, δύο έργα» σε καφενεία και άθλια παραπήγματα για το πιάτο της ημέρας. Ιστορίες απίθανες…

«Αυτές τις εμπειρίες δεν τις ανταλλάσσω ούτε με όλο το χρυσάφι του κόσμου. Ξέρεις γιατί; Με κράτησαν προσγειωμένο όταν άρχισα να βγάζω πολλά χρήματα και να γίνομαι γνωστός. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν, ένιωθα λες και κουβαλάω ακόμα το κασελάκι μου στη Θεσσαλονίκη ή πως τρέχω ξοπίσω από μπουλούκια, καταδικασμένα να διαλυθούν στην πρώτη αποτυχία. Όταν έχεις ζήσει τη φτώχεια, το πρώτο που μαθαίνεις είναι ο εαυτός σου. Και δεν ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι. Ποιος είσαι πραγματικά. Όχι, ποιος νομίζεις ότι είσαι…».

Ποιος ήταν: Ένα διαρκές χαμόγελο. Ο ίδιος έλεγε πως πρωτοβγήκε στη σκηνή… μεθυσμένος. Σε μια αθλητική κατασκήνωση στη Μηχανιώνα, στην πρόβα για ένα θεατρικό, κορόιδεψε το παιδί που παρίστανε πως είχε ζαλιστεί από το κρασί και ο υπεύθυνος τον προκάλεσε να βγει μπροστά και να το κάνει καλύτερα, αν μπορούσε. Το έκανε. Έτσι, πήρε το πρώτο του χειροκρότημα.

Το 1953, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου. Έδωσε τρεις φορές για άδεια άσκησης του επαγγέλματος του ηθοποιού. Τις δύο τον έκοψαν, ως «ακατάλληλο». Στο σινεμά, πρωτοέπαιξε κομπάρσος, στο φιλμ του ’53, «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Με έναν «Κατήφορο», ο συμπατριώτης και φίλος του  Γιάννης Δαλιανίδης, του άνοιξε την πόρτα του Φίνου. Την πέρασε και σύντομα έλαμψε με το ταλέντο, το μπριόζικο παίξιμο, τους  αυτοσχεδιασμούς, τις ατάκες του. Ήταν το «Ανθρωπάκι», Το «Έξυπνο Μούτρο», ο «Τέντι Μπόι αγάπη μου», ο «Γαμπρός από το Λονδίνο», ο «Ξυπόλυτος Πρίγκιψ». Ο ατσίδας, ο γιος, ο «νοστιμούλης» εραστής της Χλόης Λιάσκου, ο  Μασούρος, ο Μπίσμπιρας, ο Κοπέογλου, ο Ράμογλου, που είχε και κότερο «πάμε μια βόλτα;». Αγαπούσε όλες τις ταινίες του, αν και κρατούσε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του για τον «Έρωτα του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα – τον μοναδικό δραματικό του ρόλο που του χάρισε ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το ‘84.

Γύρισε πάνω από 70 ταινίες, κάμποσες ακόμα για την αγορά του βίντεο, πήρε μέρος σε 27 σειρές (σ.σ. ο «Ονειροπαρμένος» και ο «Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του» ήταν δύο μεγάλες, προσωπικές  του επιτυχίες) και συμμετείχε σε αμέτρητες παραστάσεις, δίπλα σε άλλους, μεγάλους της κωμωδίας. Κατά βάση, ζούσε για να κάνει τον κόσμο να γελάει – το γέλιο της πλατείας, το παλαμάκι, τον έτρεφαν. Δήλωνε πως «το θέατρο είναι η ζωή μου και οι γυναίκες η αποστολή μου».

Οι γυναίκες ήταν το μοναδικό του πάθος, «ούτε το αλκοόλ, ούτε το τσιγάρο, ούτε ο τζόγος – εγώ μόνο θέατρο και σεξ», έλεγε γελώντας σαν πιτσιρίκι που είχε κάνει σκανταλιά. Το 2016, στα 85 του έγινε πατέρας για τέταρτη φορά: ένας γιος, ο Φοίβος από τον τέταρτο γάμο του με την Αλίκη Κατσαβού, ήρθε να προστεθεί στις τρεις υπέροχες κόρες του: τη Σάντρα, καρπό του έρωτά του με την πρώτη του σύζυγο, την Έρρικα Μπρόγιερ, τη Θεοδώρα και τη Νικολέττα, από τον δεύτερο γάμο του με τη Θεανώ Παπασπύρου. Δικό του παιδί, θεωρούσε και τον Άνθιμο Ανανιάδη, τον γιο της τρίτης του γυναίκας, της Εύης Καραγιάννη. Σκόπευε να κάνει άλλο ένα μωρό, για να κερδίσει -όπως δήλωνε- άλλα 20 χρόνια ζωής. Τον τελευταίο καιρό, μάθαινε να ανεβάζει βιντεάκια στο Ιnstagram. Για το μέλλον…

Στις 26 Φεβρουαρίου 2020, στις 02.24 το πρωί, ο Κώστας Βουτσάς, έφυγε από τη ζωή, στο νοσοκομείο «Αττικόν», όπου είχε εισαχθεί στις 7 του μηνός με λοίμωξη του αναπνευστικού και σοβαρή καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία. 19 μέρες πάλευε να ζήσει. Ήταν σχεδόν 89 χρονών.

Αλλά τι είναι όλα αυτά; Νούμερα. Σκηνές. Ο θεατρίνος Βουτσάς ήξερε όλο το έργο. Και το τέλος του.

«…Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο. Τι είναι ο θάνατος, αγόρι μου;», είχε πει στον Γιάννη Χατζηγεωργίου, σε συνέντευξη, στο «Down Town». «Είναι απών για μένα. Μπορείς να τον αποφύγεις; Δεν μπορείς. Φτάνει να φύγω ακαριαία, να μην ταλαιπωρηθώ. Ακόμη κι εκεί, όμως, εγώ ευτυχισμένος θα ‘μαι…».

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS