CELEBRITIESΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣΟ Γιώργος Ζένιος στην πιο προσωπική συνέντευξη της ζωής του

Ο Γιώργος Ζένιος στην πιο προσωπική συνέντευξη της ζωής του

Έπειτα από 43 χρόνια στο θέατρο, στην τηλεόραση και στο τραγούδι, ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους ηθοποιούς αποφασίζει να δώσει στο «Down Town» την πιο προσωπική συνέντευξη της ζωής του, αφού μιλάει, πρώτη φορά, για έναν άνθρωπο που αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό…

Από τον Γιάννη Χατζηγεωργίου

Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία που κρατάει στα χέρια του, βρίσκεται μπροστά από μία σκηνή -μάλλον σε πάλκο- και κοιτάει ευθεία στον φακό με τη χαρακτηριστική έκφραση (εκείνη της βεβαιότητας του τι προηγήθηκε) ενός ήδη χορτασμένου από επιτυχίες, αγάπη και αναγνώρισης του ταλέντου του από τον κόσμο ανθρώπου – ποιος άλλος Κύπριος ηθοποιός, άλλωστε, έχει συνεργαστεί στην καριέρα του με τον Omar Sharif, τον Roger Moore, την Gina Lollobrigida, τον Sean Connery, τον Michael Caine (σαν άλλος «διεθνής» Μιχάλης Γιαννάτος, ακόλουθος κι αυτός στο αξίωμα που λέει πως «ουδείς προφήτης στον τόπο του»). Στο wallpaper του κινητού του, μία φωτογραφία με τα τέσσερά του εγγόνια, τη «ζωή του όλη» – η 15χρονη Εράσμω τού έστειλε κάποιες παλιές φωτογραφίες του απ’ το viber της και τον βοήθησα να μου τις προωθήσει στο κινητό μου. «Τι άλλο να πούμε; Τα έχω πει όλα!», μου αναφέρει, καθισμένοι στην καντίνα του ΡΙΚ, στο «σπίτι» του, όπως μου το χαρακτηρίζει, καλεσμένος σε μία εκπομπή του Α’ Προγράμματος που μόλις είχα ακούσει. Πράγματι, ο Γιώργος Ζένιος δεν «φοβήθηκε» ποτέ τις λέξεις στις (δεκάδες) συνεντεύξεις του – ακόμη και στα πιο προσωπικά του. Σκέφτηκα, λοιπόν, να ξεκινήσω από μία πρόσφατη δήλωσή του σε τηλεοπτική εκπομπή, πως δεν πρόκειται ξανά να τραγουδήσει – χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις από εκείνον. Κι ένα κενό. Εκεί, ναι, ίσως να υπήρχε κάποια ανείπωτη ακόμη ρωγμή…

Από πότε τραγουδάτε;
Πάντα μου άρεσκεν το τραγούδι. Όχι όπως την υποκριτική, αλλά με ικανοποιούσε. Στην Ελλάδα γραμμοφώνησα τον πρώτο μου δίσκο, την «Πρώτη γνωριμία». Πρέπει να ήταν το 1986, ήδη φτασμένος ηθοποιός εγώ, με συνεργασίες στην Κύπρο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για τις οποίες πάντοτε αισθανόμουν υπερήφανος – τις ξέρετε, άλλωστε. Γι’ αυτό τον πρώτο μου δίσκο, πρέπει να σου πω, με εβοήθησεν ο μακαρίτης ο Διονυσίου – το λέω και πάντα θα το λέω.

 

 

Ο Στράτος Διονυσίου εννοείτε;
Μάλιστα. Τραγουδούσα τότε σε ένα κέντρο, στο Λονδίνο, στο «La Primavera» -πρέπει να ήταν το 1984-, τζιαι αθυμούμαι που μας είπαν «να πάτε πιο νωρίς εσείς οι μιτσιοί, διότι θα έρτει απόψε μία φίρμα, ο Στράτος ο Διονυσίου». Ετρελάθηκα! Γιατί άκουγα ήδη τα τραγούδια του, μου άρεσκεν η φωνή του. Όταν επήαμεν στο μαγαζί, μου είπαν «θα πεις ένα τραγούδι εσύ, ένα τραγούδι ο άλλος, ο παράλλος, με τη σειρά». Λέω: «Εγώ θα πω το “Θάρρος”». «Όχι», μου απαντούν, «το “Θάρρος” δεν μπορείς να το πεις!». Τους ρωτώ «γιατί;». «Γιατί είναι του Διονυσίου και ο Διονυσίου θα είναι δαμαί». «Δεν με ενδιαφέρει», τους απάντησα, «είναι το τραγούδι που, έτσι κι αλλιώς, λέω στο κέντρο, εγώ αυτό θα πω!». Το είπα, ετέλειωσα, το ευχαριστήθηκα, και ήρτεν το γκαρσόνι και μου λέει: «Σε θέλει ο κύριος Στράτος μέσα». Πήγα. Ήταν η ώρα που έκαμνεν το τσιγαράκι του. «Ωραία φωνή, νεαρέ!», μου είπε. Έχασά τα προς στιγμής. «Με θυμίζεις κάπως», συνέχισε. Όντως. «Γιατί δεν έρχεσαι Ελλάδα;», με ρώτησε. «Δεν ενδιαφέρομαι», είπα αυθόρμητα εκείνη τη στιγμή. Παρόλα αυτά κρατήσαμε επαφή. Και τελικά πήγα στην Ελλάδα. Συστημένος από εκείνον. Τους στίχους, στον πρώτο μου εκείνο δίσκο, τους έγραψε η Σούλα Ζαφειρίου και τη μουσική ο Νάκης ο Πετρίδης. Στις ηχογραφήσεις, θυμούμαι που ήρθαν και μου είπαν: «Έχεις γρέζια». Διότι με είχε πονέσει ο λαιμός μου, συνέχεια και «ξανά και ξανά» το ίδιο τραγούδι – ήθελαν τη λεπτομέρεια από μένα. Επουληθήκαν, θυμούμαι, 10 χιλιάδες δίσκοι στην Αγγλία, άλλοι τόσοι στην Κύπρο, μετά κάτι έγινε με τα ποσοστά, τσακωθήκαμε, είπα τους «δεν ξανακάμνω τέτοιο πράγμα» και έφυγα. Ενδιαφέρθηκαν πολλοί, πάντως, για τη φωνή μου. Αλλά, σαν τον βλάκα, έλεγα «όχι». Έμεινεν, όμως, το μεράκι. Αν και ούλλοι ελέγαν μου «αν έκαμνες επαγγελματικά το τραγούδι, εμπορούσες να πετύχεις παραπάνω». Ήταν, όμως, έρωτας το θέατρο… Μεγάλος έρωτας! Εσπούδασα με υποτροφία στη Δραματική Σχολή -με είχε βοηθήσει τότε ο μακαρίτης ο Φαίδρος ο Στασίνος- ετέλειωσα το 1968 τις σπουδές μου, έπαιξα σε τόσα έργα, ουδέποτε εβαρέθηκα ή εκουράστηκα από αυτή τη μεγάλη αγάπη της ζωής μου. Το τραγούδι, όμως, ήταν κάτι άλλο…

Πότε ήταν η τελευταία φορά που τραγουδήσατε;
Πριν από περίπου τρία χρόνια. Ήταν σε ένα κέντρο, στη Λεμεσό. Στις «Αναμνήσεις». Μετά είχα ένα συμβάν με τον αδερφό μου, και εσταμάτησα.

Τι είχε συμβεί;
Είχε καρκίνο.


2003. Σε επιθεώρηση του Δημήτρη Παπαδημήτρη, με το μπαλέτο του θιάσου. Μαζί με τον Γιώργο Ζένιο, πρωταγωνιστούσαν τότε οι: Δώρα Κακουράτου, Κώστας Παπαμαρκίδης, Ανδρέα Μαυρομμάτης, Θάνος Πεττεμερίδης κ.ά.

 

Έναν αδελφό είχατε;
Έναν. Και μία μικρότερη αδελφή, την Αφροδίτη.

Ήταν μικρότερος από εσάς;
Ναι. Δεκατρείς μήνες μικρότερος. Από τότε που εξεκίνησεν αυτή η ιστορία με τον καρκίνο, ορκίστηκα να μην ξανατραγουδήσω.

Κρίμα…
Μου το είπαν κι άλλοι αυτό. Κοίταξε να δεις, Γιάννη. Ο Αντρέας, ο αδερφός μου, μου έλεγε πάντα: «Ρε Κόκο, είσαι καλός ηθοποιός. Γιατί πάεις τζιαι τραγουδάς;». Αλλά, ξέρεις, εγώ όποτε ήθελα να ξεσκάσω, να ξεφύγω από κάτι, έπιανα το τραγούδι. Τζιαι επληρώνουμουν καλά. Εζητούσα π.χ. 300 λίρες για να τραγουδήσω για μια νύχτα. Μου τις έδιναν. Αλλά εγέμωνα το κέντρο, όπου εμφανίζουμουν. Έρκουνταν να δουν τον άνθρωπο που ήταν στο «Κατωθκιόν της Μαδαρής» ή στο «Βουράτε Γειτόνοι», για να σου πω το πιο πρόσφατο, τότε που ανέλαβα το «Κάτω Χωριό», ένα κέντρο στην τουριστική περιοχή της Λεμεσού. Έκαμα εννιά χρόνια τζιαμαί, εθκιώχναμεν 250 με 300 άτομα Σάββατα και Κυριακές. Έρκουνταν που τα Κοκκινοχώρκα για να με ακούσουν… Φαντάσου!


 1996. Ο Γιώργος Ζένιος τραγουδάει στο κέντρο «Καλό Χωριό», το οποίο κάθε βράδυ ήταν κατάμεστο από κόσμο.

 

Το έχετε σαν «χρωστούμενο» στον αδελφό σας το να μην ξανατραγουδήσετε;
Το συζητούσαμε αυτό το θέμα, δύο τρεις μήνες πριν πεθάνει. Το θυμούμαι σαν τωρά: «Μεν ξανατραγουδήσεις, ρε. Θωρώ σε τωρά στο “Μπρούσκο” και σε απολαμβάνω. Γιατί να τραγουδάς;», μου έλεγε. Ύστερα ήρτεν το τέλος…

Είχατε στενή σχέση με τον αδελφό σας;
Πολύ στενή. Από μωρά.

Μοιάζατε;
Ο αδερφός μου ήταν άλλος χαρακτήρας. Εγώ είμαι λίγο αγχώδης, ο Αντρέας δεν είσιεν βλατζιήν. Ετέλειωσεν λογιστικά, θα δούλεψε με τα λογιστικά δύο χρόνια, μετά άνοιξα εγώ το «Café Pari» και του είπα «έλα μέσα». Σε δέκα μήνες εξοφλήσαμε τες 16 χιλιάδες που εχρωστούσαμεν.


 Ο Γιώργος Ζένιος, σε ηλικία 18 ετών. Μόλις είχε ξεκινήσει τότε τη φοίτησή του στο «Royal Academy», στο Λονδίνο.

 

Μα, το θυμάμαι. Ήταν το πιο πετυχημένο café της Λεμεσού…
25 Μαρτίου του 1972 το άνοιξα. Το θυμούμαι σαν τωρά. Ήταν δύο σελίνια όλα. «Εχτυπούσαμεν», κάθε Σάββατο, δύο χιλιάδες λίρες! Ο κόσμος ήταν πατείς με πατώ σε, 800 θέσεις τα καλοτζιαίρκα. Το 1980 πήγα πίσω στην Αγγλία και το ενοικίασα. Εγώ, στο μεταξύ, εδούλεφκα ταυτόχρονα τηλεόραση, ράδιο και θέατρο – πού να τα προλάβω ούλλα; Εβασίζουμουν πάνω του. Ήμασταν αγαπημένοι. Και με την αδερφή μας, την Αφροδίτη. Εκράτησεν μας έτσι ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όπως εγώ το εκράτησα με τα παιθκιά μου τζιαι τωρά με τα εγγόνια μου.

Πώς ήταν η περίοδος προτού φύγει ο αδελφός σας από τη ζωή;
Σου το λέω, μέσα από την καρδιά μου, εύχομαι να μην τις περάσει κανένας άλλος άνθρωπος εκείνες τις μέρες. Ούτε εχθρός μου! Δεν υπάρχει χειρότερη εμπειρία, ρε Γιάννη. Βέβαια, ήμουν τυχερός. Διότι, επειδή ήμουν αυτός που είμαι, εκοιτάξαν τον – και μου το έλεγε. Έσιει και τα καλά του το επάγγελμα. Δεν υπάρχει, όμως, χειρότερο από το να σου λένε οι ειδικοί «κάμνουμε ό,τι μπορούμε, κύριε Ζένιο, αλλά…». Όταν του είπαν να κάμει και την 24η χημειοθεραπεία, εγύρισεν και μου είπε: «Ρε Κόκο, εν θέλω να την κάμω! Θέλω να πεθάνω…». Έβλεπα τον ότι υπέφερε – εσσίζαν τα σιέρκα του, τα χείλη του, ήταν πολλά τραγικές τούτες οι στιγμές. «Θέλω να πάω σπίτι μου», είπεν μου μιαν ημέρα. «Πάρτον», εσυμφώνησεν ο γιατρός. Επήρα τον. Την τέταρτην εβδομάδα άρχισε τζιαι έπεφτε σε λήθαργο, εξυπνούσε, εξανατζιοιμάτουν. Λίγο πριν το τέλος, εμιλήσαμεν.


1969. Ο Γιώργος Ζένιος μαζί με τον Ανδρέα Φαντίδη, σε σκηνή από το «Κατωθκιόν της Μαδαρής» του ΡΙΚ, που αποτέλεσε το πρώτο σίριαλ τόσο της κυπριακής όσο και της ελληνικής τηλεόρασης.

 

Τι είπατε;
Θα σου πω… (σταματάμε για λίγο). Ευχαρίστησέν με, με κάποιο τρόπο. Εγύρισεν πλευρό, τζιαι ετζιοιμήθηκεν. Είπα της Αντρούλλας, της γυναίκας του, «θα έρτω αύριο πρωί-πρωί». Ετηλεφωνήσαν μου η ώρα 12 τα μεσάνυχτα: «Έλα τωρά!». Τον επήραν, στο μεταξύ, στο νοσοκομείο… Επήα. Ήταν σαν να με επερίμενεν. Είδεν με, έκαμεν μια ανάσα, μια βαθκιάν ανάσα, τζιαι έμεινεν με ανοιχτά τα μάθκια. Του τα έκλεισα (σταματάμε ξανά). Ο αδερφός μου επέθανεν στις 5 Μαρτίου του ‘18. Στις 3 Μαρτίου φέτος, τη μέρα που θα βγει το περιοδικό, θα έχουμε το μνημόσυνο. Ίσως να ήταν και μοιραίο, έτσι όπως έγινε.

Περάσατε κατάθλιψη;
…Ναι. Σωστή η σκέψη σου. Επέρασα. Σκέφτου πως όταν επέθανεν ο αδερφός μου δεν ήθελα καν να δουλέψω – εγώ, που είμαι «άρρωστος» με τη δουλειά μου. Έχω έναν φίλο, τον Αντρέα τον Χατζηαντωνά, ο οποίος μου έγραψε κάτι ηρεμιστικά. Μου είπε: «Θα παίρνεις ένα το βράδυ». Δεν ετζιοιμούμουν τη νύχτα. Εθώρουν τον αδερφό μου μπροστά μου. Έδωσεν μου zanax. Έπαιρνα μισό milligram. Ηρεμούσα.

 


1972. Ο Γιώργος Ζένιος, με τη συμπρωταγωνίστριά του, για πολλά χρόνια, Δώρα Κακουράτου, κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης.

 

Για πόσο καιρό;
Για δύο μήνες περίπου. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ξέρω το, εν αμαρτία, αλλά αφού κάμνουμε τούτην την κουβέντα… Την τελευταία εβδομάδα έλεγα: «Θεέ μου, αν υπάρχεις, πάρτον να ησυχάσει!». Νομίζω ότι και εκείνος το ίδιο θα έλεγε για μένα, αν ήμουν στη θέση του… (σταματάμε για λίγο ξανά, βάζει τα κλάματα).

Θέλετε να σταματήσουμε τη συνέντευξή μας;
Όχι, όχι, θα τα πω… Όταν επέθανεν ο Αντρέας, ένιωσα ανακούφιση, ρε Γιάννη… Μα, ξέρεις τι πάει να πει να σου βάλλουν μορφίνη; Ήταν 86 κιλά ο αδερφός μου, τζιαι όταν επέθανεν ήταν 47 – ένα κομμάτι κόκκαλο… Πάω κάθε εβδομάδα και του ανάβω το καντήλι. Έφυεν, αλλά κάποτε θα βρεθούμε – έτσι είναι τα πράγματα. Του το είπα, άλλωστε… Τον έχουμε στον Ύψωνα. Μαζί με τη μάνα μας και τον πατέρα μας. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει τον τάφο, δίπλα που τον δικό τους, πριν πεθάνει. «Τούτος είναι για σας, ρε», μου είχε πει. «Για να είμαστε δίπλα-δίπλα…».


1973. Από τις «Θεατρικές Αναμνήσεις» του ΡΙΚ. Ο Γιώργος Ζένιος μαζί με τον Τάκη Σταυρινίδη και τον Νεόφυτο Νεοφύτου.

 

Δεν φοβάστε τον θάνατο;
Όχι. Όχι. Τι να φοβηθώ; Αλλά, αν ο αδερφός μου επέθαινε με μια καρδιακή προσβολή, θα ήταν καλύτερα. Για δύο χρόνια τον έβλεπα να λιώνει… Ξέρεις τι σημαίνει; Λίγους μήνες πριν συμβεί το τέλος, του έλεγα: «Ρε Αντρέα, τον άλλο μήνα…». Εδιέκοπτέ με: «Μεν μιλάς για τον άλλο μήνα. Για τωρά μίλα μου». Το κακό εξεκίνησεν που το έντερο. Ο αδερφός μου είχε ευκοιλιότητα για εννιά μήνες, επήαιννεν στον γιατρό, του έδινε χάπια και του έλεγε πως είχε μικρόβιο στα έντερα. Τότε του είπα «πάμε να κάμουμε μια κωλονοσκόπηση», διότι εξεκίνησεν να χάνει βάρος. Εκεί ήταν που το εμάθαμεν.

Δηλαδή, την περίοδο της μεγάλης θεαματικότητας του «Μπρούσκο» σε Ελλάδα και Κύπρο, στο οποίο πρωταγωνιστούσατε, εσείς βιώνατε την πιο τραγική περίοδο της ζωής σας;
Έτσι ακριβώς! Ήταν πολύ δύσκολο… Αλλά δεν το έλεγα σε κανέναν, δεν το εξωτερίκευα και δεν είπα ποτέ «φεύγω που το γύρισμα γιατί ο αρφός μου είναι στο νοσοκομείο» – είμαι «στρατιώτης» στη δουλειά, το γνωρίζουν όλοι αυτό. Έπρεπε να αντλώ από μέσα μου δύναμη και να το αντιμετωπίσω… Άλλες φορές τα κατάφερνα, άλλες όχι.

Χάσατε ποτέ το θάρρος σας;
Είμαι αισιόδοξος χαρακτήρας. Εκ φύσεως. Και στην πιο δύσκολη κατάσταση, ελπίζω. Πιστεύκω στον Θεό, και λέω πάντα «αύριο εν να έρτει μια καλλίττερη μέρα». Ακόμα και για τον αδερφό μου, εκάμαμεν το αξονικό και επερίμενα να μου πουν «εν καθαρός». Ήλπιζα. Αλλά ήταν ήδη αργά, είχε προχωρήσει το κακό, είχε φτάσει πλέον στον πνεύμονα… Παρόλα αυτά, δεν πρέπει ο άνθρωπος να χάνει το θάρρος του. Ουδέποτε! Σκέφτουμαί τον κάθε μέρα, ρε Γιάννη. Κάθε στιγμή! Κάθε μέρα, γαμώτο! (σταματάμε για άλλα πέντε λεπτά).


Ο Γιώργος Ζένιος μαζί με τα εγγόνια του, Εράσμω, 15 ετών, Γιώργο, 12 ετών, Αλίκη, 10 ετών, και Ορφέα, 4 ετών.

 

Πείτε μου μια ιστορία που σας έρχεται αυθόρμητα τώρα στο μυαλό από τον Αντρέα…
(σκέφτεται για λίγο, χαμογελάει). Ήμουν στην Αγγλία, είχα έρθει στη Λεμεσό, και μου λέει ο Αντρέας: «Εν να ανοίξω κινέζικο». Λέω του: «Μα, καλά, τι ξέρεις που κινέζικα εσύ;». «Έκαμα έναν φίλο Κινέζο και θα τα καταφέρουμε» – έκοφκεν ο νους του. «Αλλά», μου είπε, «έχω ένα πρόβλημα: Δεν έσιει δαμαί τζίντζερ». Επήα πίσω στην Αγγλία, έπιασα τον τηλέφωνο: «Αδέρφι, ήβρα!», του είπα. Έκαμα 5-6 ταξίδια το επόμενο διάστημα, αντί να φέρνω βαλίτσες έφερνα κάσιες με τζίντζερ (γελάει). Επήεν πολλά καλά το μαγαζί, ήταν πρωτοποριακό τότε. Ύστερα λέει μου: «Θα ανοίξω ένα ταϊλανδέζικο, να φέρνω μπαμπού, να φέρνω διάφορα». «Είσαι πελλός;», του είχα πει. Και τι δεν γινόταν όμως. Μεγάλη επιτυχία!

 


2016. Από τις τελευταίες εμφανίσεις του Γιώργου Ζένιου στο τραγούδι, λίγο πριν διαγνωστεί ο αδελφός του με καρκίνο, στο «Κυπρίων γεύσεις», της λεωφόρου Μακαρίου Γ’, στη Λεμεσό.

 

Έχω την εντύπωση ότι ήταν και ο καλύτερος σας φίλος, έτσι όπως μου μιλάτε γι’ αυτόν…
Ε, βέβαια. Επικοινωνούσαμεν. Ισορροπούσεν με. Εγώ δεν εκουμάνταρα, αλλά ο Αντρέας έβαλλεν με σε μια τάξη.

Άλλαξε κάτι σ’ εσάς, από τις 5 Μαρτίου του 2018;
Άλλαξεν ο χαρακτήρας μου! Λέω στους γύρω μου: «Μα, γιατί να τσακωθώ, ρε παιθκιά; Εν να πεθάνω αύριο. Ας με θυμούνται καλλίττερα έτσι». Προηγουμένως έλεγα «να φυλάξω κάποια λεφτά για τα γεράματά μας, να έχουμε με τη γυναίκα μου». Τώρα λέω: «Γιατί; Μπορεί να πεθάνω αύριο! Γιατί να στερούμαι τωρά;». Θέλω επίσης να έχω παραπάνω χρόνο με τα εγγόνια μου, τα οποία υπεραγαπώ. Μπορεί επειδή δεν εγνώρισα τα παιθκιά μου, διότι δεν είχα την πολυτέλεια του χρόνου τότε. Όταν τα παιθκιά μου ήταν μικρά έκαμνα ράδιο, τηλεόραση, θέατρο, ετραγουδούσα, είχα το café – πού να προλάβω. Αυτόν τον χρόνο, τον χρωστώ τώρα στα εγγόνια μου. Θέλω την παραπάνω ώρα μου να την ξοδεύκω μαζί τους πλέον. Που την άλλη, είμαι τόσο πολλά ερωτευμένος με τη δουλειά μου, που αυτό όλο εμένα μου δίνει ζωή! Είμαι τόσων χρονών, ούτε στιγμή δεν είπα «φτάνει!», κι ούτε μία χρονιά δεν έμεινα χωρίς δουλειά. Και δεν το κάμνω για τη δόξα. Τι να μου κάμει η δόξα; Δαμαί, αντρέπουμαι να μου λεν «θέλουμε ένα αυτόγραφο». Η δουλειά μου είναι το ιερότερό μου. Για να καταλάβεις, πέρσι, το καλοκαίρι, εγυρίζαμεν την ταινία «Βουράτε γειτόνοι» -μία εξαιρετική παραγωγή, του Γιώργου Τσιάκκα- που θα βγει στους κινηματογράφους στις 21 Μαρτίου – άλλοι εκάμναν διακοπές, εγώ εδούλευκα. Αλλά έπαιρνα ζωή που τούτο! Μου λένε κάποιοι: «Εν να έρτει μια ηλικία, να σταματήσεις, να ησυχάσεις». Μα, δεν είναι τα λεφτά! Από τι να ησυχάσω; Θέλω να έχω πράγματα στη ζωή μου που να με κάμνουν ευτυχισμένο πια, αυτό επιζητώ. Η ζωή είναι τόση δα.


 Το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Γιώργου Ζένιου, που κυκλοφόρησε σε Ελλάδα, Κύπρο και Αγγλία, «Η πρώτη γνωριμία».

 

…Ωραία δεν ήταν που βγάλατε από μέσα σας κάποια πράγματα, αυτή τη μία ώρα που μιλάμε;
Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Αλλά εξαλάφρωσα, πράγματι. Νομίζω πως αυτά που είπαμε είναι και ένα μήνυμα για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τώρα το πρόβλημα – δύναμη και γενναιότητα, αυτά χρειάζονται. Και πίστη.

Λοιπόν; Πότε θα ξανατραγουδήσετε, κύριε Ζένιο;
Ποτέ! Όχι, όχι. Δεν είναι το τραγούδι, ρε Γιάννη. Εκατάλαβές με, νομίζω. Ετέλειωσεν, πλέον, αυτό το πράγμα για μένα.

Info: Η πρεμιέρα της ταινίας «Βουράτε γειτόνοι» θα γίνει στις 21 Μαρτίου. Ο Γιώργος Ζένιος πρωταγωνιστεί και στη σειρά του Alpha Κύπρου «Η φαμίλια», που μεταδίδεται καθημερινά στις 21.15.

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS