CELEBRITIESΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣΠαναγιώτης Μέντζης: «Η διασκέδαση δεν θα πάψει να υπάρχει»

Παναγιώτης Μέντζης: «Η διασκέδαση δεν θα πάψει να υπάρχει»

Από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της Παλιάς Λευκωσίας, ο άνθρωπος που έχει καταφέρει να αποτυπώσει την πληθωρική του προσωπικότητα πάνω στον κυπριακό μεζέ, αναπολεί τον δικό του «Ζανέττο», που για την ώρα παραμένει κλειστός.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΝΙΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ

Περίμενες ποτέ ότι μια μέρα θα σταματούσες να (μας) σερβίρεις;
Ποτέ. Δεν γινότανε, όμως, και διαφορετικά. Από τη στιγμή που εμείς δεν μπορούμε να έχουμε λόγο στις πολιτικές που διέπουν τη δουλειά μας, πήρα την απόφαση ακόμη και μετά τις «χαλαρώσεις» να παραμείνω κλειστός μέχρι να μπορώ να κάνω ξανά τη δουλειά μου με τον τρόπο που ξέρω. Η τελετουργία του μεζέ στον Ζανέττο, παίρνει τουλάχιστον δυο-δυόμιση ώρες για να την απολαύσεις ολοκληρωμένη. Όταν επιχειρήσαμε τον Σεπτέμβριο να λειτουργούμε το εστιατόριο μέχρι τις 10:30, αυτό το πράγμα μας διέλυσε, διότι ο κόσμος δεν προλάβαινε να έρθει. Στην ουσία, επιχορηγούσαμε εμείς τη δουλειά μας και αυτό ήταν πραγματικά ασύμφορο. Γι’ αυτό και σήμερα, αποφασίσαμε να παραμείνουμε κλειστοί, μέχρι το περιβάλλον να γίνει ξανά φίλιο και να μπορούμε να προσφέρουμε στον κόσμο μας τη φιλοξενία που ξέρει.

Μια φιλοξενία που χρονολογείται από το 1938. Ισχύει ότι ο Ζανέττος είναι η αρχαιότερη ταβέρνα που λειτουργεί στην Κύπρο;
Ισχύει. Η ταβέρνα είχε δημιουργηθεί το 1938 από τον Σάββα Ζανέττο, όταν επέστρεψε από το Σικάγο της Αμερικής, όπου δούλευε ως μάγειρας. Ήρθε, λοιπόν, εδώ στην οδό Τρικούπη 65 και ξεκίνησε να λειτουργεί την ομώνυμη μπακαλοταβέρνα, η οποία λειτουργούσε σαν μπακάλικο, όπου μπορούσες να αγοράσεις προϊόντα, αλλά και ως μαγειρείο που σέρβιρε μεζέδες και ποτά. Έφτιαχνε μάλιστα το δικό του μπράντι, με τη δική του ετικέτα, από αλκοόλ και ζάχαρη. Αυτό το στυλ κράτησε μέχρι το 1960, όταν άρχισε να εργάζεται εκεί ο ανιψιός του, ο Νίκος Ρόπας, ο οποίος ήθελε να προσθέσει στο μαγαζί περισσότερα τραπεζάκια. Ο Σάββας Ζανέττος, μη έχοντας άλλους απογόνους, κληροδότησε την ταβέρνα στον Νίκο, ο οποίος με τον θάνατο του θείου του, το 1962, συνέχισε να τη λειτουργεί, κάτω από το ίδιο κόνσεπτ: μπακάλικο – μεζέδες. Οι μεζέδες που σερβίρονταν ήταν της εποχής. Στο μενού έβρισκες όσπρια, κεφτέδες, αφέλια, βραστό βοδινό με σέλινο και πατάτα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1997, όταν τελικά η επιχείρηση πέρασε στα χέρια μου.

Εσύ πώς βρέθηκες στην επιχείρηση;
Μεγάλη ιστορία. Ήμουν γύρω στα 26 τότε και είχα μόλις έρθει από τη Νέα Υόρκη, όπου τα δύο προηγούμενα χρόνια δούλευα ως ψήστης σε μια παρόμοια ταβέρνα, τον Ζήνωνα. Ήξερα την κουζίνα σαν μάγειρας. Όταν ήρθα Κύπρο, τον Φεβρουάριο του 1997, άρχισα να ψάχνω για μόνιμη δουλειά, βάζοντας ό,τι μέσο είχα διαθέσιμο, αλλά μάταια. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, έπιασα τελικά δουλειά σε μια εταιρεία έρευνας αγορών, όπου έμεινα εκεί γύρω στους πέντε μήνες. Δεν με τράβηξε καθόλου. Παράλληλα, για να μπορώ να συμπληρώνω το εισόδημά μου, δούλευα στο ταξί του πατέρα μου στη Λεμεσό. Εκείνη την εποχή ο φίλος μου Αντώνης Νεοφύτου, μου είπε ότι υπάρχει προς πώληση μια ταβέρνα στην Παλιά Λευκωσία. Χωρίς να χάνουμε λεπτό, το ίδιο βράδυ ήρθαμε από τη Λεμεσό στη Λευκωσία για «κατασκοπεία». Μπήκα μέσα στον Ζανέττο και έπαθα την πλάκα μου. Ξεκίνησα να έρχομαι κάθε βράδυ, για να βλέπω τι γίνεται. Ήταν, θυμάμαι, συγκεκριμένοι οι μεζέδες που προσφέρονταν και τα πιάτα ήταν κυρίως μαγειρευτά. Σέρβιρε αφέλια, κεφτέδες, βοδινό, σαλιγκάρια, πουργούρι, ταχίνι, γιαούρτι…

Τα θυμάσαι ακόμα…
Εννοείται. Φασόλια γίγαντες, σαλάτες. Ήταν αρκετοί οι μεζέδες του Νίκου. Το πιο ωραίο πιάτο, όμως, ήταν η μαρίδα που ερχόταν ολόφρεσκη σε μια πιατέλα και τηγανισμένη της ώρας. Γινόταν ανάρπαστη. Το μαγαζί τότε δεν είχε ιδιαίτερα πιάτα στα κάρβουνα εκτός από κάποια κομμάτια κοτόπουλου και χοιρινό σουβλάκι. Πήγαινα- ερχόμουν κάθε βράδυ και ρωτούσα τον κύριο Νίκο πόσα ήθελε για να μου την πουλήσει. Ο φίλος μου ο Αντώνης, στο μεταξύ, μου είπε ότι δεν ενδιαφερόταν για ταβέρνα, αλλά ήθελε να κάνουμε καφετέρια. Εγώ διαφωνούσα και έτσι τελικά έμεινα μόνος μου σε αυτό. Με χίλιες δυο προσπάθειες κατάφερα τελικά να βρω τα χρήματα που ζητούσε ο κύριος Νίκος και να αγοράσω την ταβέρνα. Μπήκα μέσα και ξεκίνησα αμέσως δουλειά.

Δεν ήταν λίγο παράτολμο για έναν Λεμεσιανό να κάνει ένα τέτοιο επαγγελματικό βήμα στην -όχι και τόσο δημοφιλή- Παλιά Λευκωσία του 1997;
Εντελώς παράτολμο. Τότε η Παλιά Λευκωσία είχε πολλά μαγαζιά την ημέρα, τα οποία ήταν ανοιχτά και πωλούσαν ό,τι φανταστείς, από είδη ένδυσης μέχρι τενεκέδες. Εκεί έβρισκες και βιοτεχνίες, που έραβαν και εξήγαγαν. Τη νύχτα, που τα μαγαζιά έκλειναν, έμενα εντελώς μόνος μου. Δεν υπήρχε άνθρωπος στην περιοχή. Με έβγαζαν τρελό. Μου έλεγαν «Ποιος θα έρθει να φάει εκεί δίπλα από τη Σούτσου;». Εγώ, όμως, δεν το έβαλα κάτω. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στη γειτονιά, με όλα τα καλά και τα κακά της, ένιωθα πως κάτι ωραίο μπορούσε να κρύβει.

Ο κόσμος πώς σε έμαθε;
Ήμουν τυχερός, γιατί με βοήθησε πάρα πολύ ο κύκλος μου. Οι φίλοι μου έφερναν κάθε βράδυ και άλλη παρέα. Τότε δούλευα μόνος μου. Μαγείρευα, σέρβιρα, μαζί με μια κυρία που με βοηθούσε στην κουζίνα και στο πλύσιμο των πιάτων. Σερβίραμε το μάξιμουμ 30-35 άτομα σε μια πανάρχαια κουζίνα του 1960 με σόμπα πετρελαίου, που δεν μας έδινε τη δυνατότητα για «μεγάλα» πράγματα. Στον ένα χρόνο που μπήκα στην ταβέρνα, τα ξήλωσα και τα ξανάφτιαξα όλα από την αρχή. Άλλαξα το μενού, ξεφεύγοντας από το μαγειρευτό και πηγαίνοντας περισσότερο προς στη σχάρα. Άρχισα να σερβίρω σουβλάκι, λουκάνικο, χαλούμι στα κάρβουνα, χοιρινό κρασάτο, ενώ μεγάλωσα αρκετά τον κατάλογο με τα ορεκτικά. Προσέλαβα προσωπικό στο σέρβις και άρχισα να εξυπηρετώ περισσότερο κόσμο. Οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν να γράφουν γι’ αυτόν «τον νέο αέρα» που φύσηξε στην οδό Τρικούπη και έτσι μέσα από άρθρα αλλά και διάφορες άλλες προωθητικές προσπάθειες, η ταβέρνα άρχισε σιγά – σιγά να συζητιέται.

Οι καλλιτέχνες πότε ξεκίνησαν να έρχονται;
Το 1998. Ο πρώτος που ήρθε εκείνη τη χρονιά στην ταβέρνα ήταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο οποίος τότε είχε έρθει να τραγουδήσει στο Red και εγώ, ξετρελαμένος μαζί του, πήγα και βρήκα τον Παύλο Γρίβα, που είχε τη μουσική σκηνή, χωρίς να τον ξέρω και τους προσκάλεσα να έρθουν να τους κάνω το τραπέζι.

Και μετά;
Και μετά ήρθε ο Μάλαμας, που επίσης αγαπώ και σιγά-σιγά ο ένας έφερνε τον άλλο. Τότε ο Παύλος, που είχε το Red, διατηρούσε ακόμα ένα μαγαζί, το Rock N’ Roll, το οποίο φιλοξενούσε συχνά διάφορους καλλιτέχνες από Ελλάδα. Μετά τις παραστάσεις τους, έρχονταν κατευθείαν σε μένα για φαγητό.

Ποιος ήταν ο πιο διάσημος που πέρασε το κατώφλι σου;
Το «Βουνό» από το «Game of Thrones». Στη φωτογραφία, δίπλα του, είμαι σαν μινιατούρα. Εκείνος, όμως, που θα μου μείνει αξέχαστος, είναι ο John Malkovich. Το βράδυ που θα ερχόταν η ομάδα του στην ταβέρνα, τον κάλεσε για δεξίωση ο πρέσβης της Αυστρίας. Όταν είδε ότι στο πρόγραμμά του είχε φαγητό σε χορηγό, ήρθε κοντά μας, έφαγε, και μετά πήγε στη δεξίωση. Απλός, υπομονετικός, με το χαμόγελό του, έβγαλε φωτογραφίες με όλο τον κόσμο.

Διάσημοι που να μην γνώριζες ότι είναι διάσημοι έτυχε να έρθουν;
Θα σου πω κάτι πολύ αστείο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν το 2001 ήρθε ο Ρέμος το τι χαμός έγινε στο μαγαζί. Ο Άγγελος, ο σερβιτόρος που είχα, ήρθε και μου είπε, «Ρε συ μαλάκα, ο Ρέμος». Ποιος Ρένος, του απάντησα εγώ αυθόρμητα. Περιττό να αναφέρω ότι στις πέντε βραδιές που ήταν στην Κύπρο, τις τέσσερις ήρθε και έφαγε στο μαγαζί. Έκτοτε αποκτήσαμε μια πολύ καλή σχέση, γιατί ο Ρέμος είναι σπουδαίος άνθρωπος, καλός και ταπεινός. Κάθε φορά που θα μας επισκεφθεί, θα μπει μέσα, θα πάει κατευθείαν να χαιρετήσει την κουζίνα και τους σερβιτόρους και μετά θα καθίσει.

Ευτράπελα θυμάσαι να γίνονται;
Ένα χαρακτηριστικό που έρχεται τώρα στο μυαλό μου, είχε συμβεί μια εποχή που δύο γνωστοί τραγουδιστές, ήταν τσακωμένοι και αντάλλαζαν άρθρα μεγάλης έχθρας. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, συνέπεσε να εμφανίζονται ο ένας στο Σκαλί Αγλαντζιάς και ο άλλος σε μουσική σκηνή. Έκαναν και οι δύο παραγωγές κράτηση και όταν το συνειδητοποίησα πήρα τον μάνατζερ του ενός για να τον ειδοποιήσω. Μου είπε ότι δεν θα έρχονταν. Όταν ο άλλος καλλιτέχνης, που τελικά ήρθε, τελείωσε το φαγητό του και έφυγε, κατά τη μία τα μεσάνυχτα μπήκε μέσα ο μάνατζερ του άλλου και άρχισε να ψάχνει στην κουζίνα και στην τουαλέτα. Μόλις συνειδητοποίησε ότι οι άλλοι είχαν φύγει, μου λέει «Τώρα θα έρθουμε να φάμε εμείς». Ευτυχώς τους είχα κρατήσει αναμμένα τα κάρβουνα. Ένα άλλο περιστατικό, που θυμάμαι, ήταν ένα βράδυ με τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Έτρωγε με την παρέα της και με έψησε να βάζω μουσική. Όλο το βράδυ χοροί, γέλια, διασκέδαση. Κάποια στιγμή ακούω ένα «μπαμ» και λέω, Παναγία μου, πρέπει να έπεσε κανένας τοίχος. Πάω και τη βλέπω που είχε αναποδογυρίσει το τραπέζι και χωρίς να το καταλάβω πάτησα πάνω σε ένα μαχαλεπί. Τη Νατάσα την είχε πιάσει πανικός και μου επαναλάμβανε «Θα σου τα πληρώσω όλα Ζανέττο μου». Με έπιασαν τα γέλια και το θέμα έληξε. Εκείνο ήταν, σταμάτησα τη μουσική.

Ιστορίες θαυμαστών έχεις να θυμάσαι;
Μια ωραία ιστορία ήταν όταν ένα βράδυ ήρθε στην ταβέρνα μου ο Νταλάρας. Πολύ φιλικός, έβγαζε φωτογραφίες με τον κόσμο, ακόμα και την ώρα που έτρωγε ο άνθρωπος. Το επόμενο πρωί με πήρε τηλέφωνο μια πελάτισσα, λέγοντάς μου «Είδαμε χθες τον κύριο Νταλάρα στην ταβέρνα σας και η γιαγιά μου, που τον λατρεύει, θα ήθελε να τον δει. Της λέω, μα δεν ξέρω τον άνθρωπο, εγώ απλώς τον εξυπηρετώ, τον σερβίρω. Μη έχοντας το θάρρος του μάνατζέρ του, πήρα τηλέφωνο τον Μίλτο Πασχαλίδη, με τον οποίο είμαστε φίλοι. Του εξήγησα τι συνέβαινε και μου είπε «Είναι εδώ δίπλα μου, να σου τον δώσω». Του είπα ότι μια γιαγιά ήθελε να τον δει και πολύ ευγενικά μου είπε, να τη φέρετε. Πήγε η γιαγιά, έβγαλε τις φωτογραφίες της μαζί του και το ευχαριστήθηκε.

Είσαι από τους ανθρώπους που έζησαν την Παλιά Λευκωσία να αλλάζει. Η σημερινή εικόνα της σου αρέσει;
Πάντα μου άρεσε η Παλιά Λευκωσία, έτσι κι αλλιώς. Πλέον έχει περισσότερη ζωή, περισσότερους πεζόδρομους, περισσότερο φωτισμό, όπως και πάρκινγκ για τα αυτοκίνητα. Το μεγάλο πρόβλημα της περιοχής για μένα είναι ότι δεν υπάρχει μια ισορροπημένη ανάπτυξη που να περιλαμβάνει χώρους, οι οποίοι θα μπορούν να φιλοξενούν οικογένειες ή δουλειές. Τώρα υπάρχουν μόνο ταβέρνες, καφενεία και μπαρ. Έρχεται ο κόσμος δυο-τρεις ώρες τη νύχτα, φεύγει και τέλος. Τα μαγαζιά της ημέρας έκλεισαν. Δύο στα τρία σπίτια είναι ερείπια και τα βλέπεις που πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Αυτά τα ετοιμόρροπα που έμειναν, οι ιδιοκτήτες τα ενοικιάζουν στους μετανάστες με το κεφάλι. Άλλη εκμετάλλευση αυτή. Με ενοχλεί όταν ακούω ότι υπάρχει πρόβλημα «ασφάλειας» στην περιοχή. Είμαι εδώ 24 χρόνια. Περισσότερα προβλήματα είδα να τα δημιουργούν οι τόπακες, παρά οι ξένοι. Εγώ ζω με τους μουσουλμάνους, γιατί είναι δίπλα το τέμενος, από το 1997. Δεν είχαμε ποτέ κανένα πρόβλημα. Είναι φοιτητές, είναι άνθρωποι που δουλεύουν και πάνε και εκκλησιάζονται, όπως εκκλησιαζόμαστε εμείς.

Με τη γειτονιά εδώ γενικά ποια είναι η σχέση σου;
Στη γειτονιά και δουλειά να μην έχω, θα έρθω να πιώ τον καφέ μου. Είναι σαν να είσαι σε χωριό, αλλά ζεις στην πόλη. Μάθαμε εδώ, μας αρέσει, είμαστε όλοι φίλοι, γνωστοί. Και υπάρχουν και πολλές επιλογές εδώ. Και φαγητό και ποτό, όπως και λίγα καταστήματα να ψωνίσεις. Τα ρούχα και τα παπούτσια μου τα ψωνίζω από τη γειτονιά, γιατί θέλω να βοηθώ στο να κρατιούνται ζωντανές κάποιες μικρές επιχειρήσεις. Ό,τι μπορώ και εγώ δηλαδή. Θα είμαι και υποψήφιος Μουχτάρης για το 2023. Αποφάσισα να κατέλθω στις εκλογές και αν κρίνω ότι από τους 132 ψηφοφόρους της ενορίας οι 10 είναι υπάλληλοί μου, τότε θα σου πω χαριτολογώντας ότι έχω σοβαρές πιθανότητες.

Πάνω στην επαγγελματική σου κάρτα προσδιορίζεσαι ως Tv Persona, Influencer, Συνδικαλιστής. Θέλεις να μας τα εξηγήσεις αυτά;
Tv persona, επειδή έκανα λίγα guest μαγειρικής σε διάφορα κανάλια, το τελευταίο διάστημα στο ΡΙΚ με την Ελπίδα Ιακωβίδου. Κάναμε ωραίες συνταγές, παραδοσιακές, ξεχασμένες. Επίσης, έκανα τις συνταγές της ταβέρνας, που είναι παραγωγή δική μου και στήσαμε στούντιο μαζί με τη Μιράντα, η οποία με βοήθησε στη σκηνογραφία. Κάναμε βίντεο για τη σιεφταλιά, η οποία έχει 152 χιλιάδες προβολές. Για κυπριακά δεδομένα είναι μεγάλη επιτυχία.

Από αυτό προκύπτει και το Influencer;
Αυτό το έκανα για να τσιγκλήσω όλους αυτούς που δηλώνουν influencers. Έτσι και εγώ δηλώνω δημιουργός περιεχομένου, όπως λένε.

Το δικό σου περιεχόμενο ποιο είναι;
Το δικό μου έχει να κάνει με την παράδοση, με την καλή ζωή. Η καλή ζωή είναι το φαγητό, είναι η έξοδος, είναι το ποτό, είναι το πούρο, η παρέα.

Συνδικαλιστής γιατί δηλώνεις;
Για τον λόγο ότι μαζί με άλλα τέσσερα άτομα, τον Χρήστο Σκαπούλη, τον Ανδρέα Κυπριανού, τον Κώστα Κωνσταντίνου και τον Αλέξανδρο Βασιλείου έχουμε δημιουργήσει έναν σύλλογο εστιατορίων, τον οποίο ονομάσαμε Επισιτιστικό Ινστιτούτο Κύπρου Αρχέστρατος με βασικό στόχο να αναβαθμίσουμε την εστίαση, μέσω της εκπαίδευσης, μέσω σεμιναρίων και με παρεμβάσεις. Θέλουμε να προσφέρουμε φρέσκες ιδέες ώστε να τοποθετήσουμε επιτέλους το εστιατόριο εκεί που του αξίζει.Απώτερος σκοπός, είναι να γίνει σχολή Επισιτιστικό Ινστιτούτο Κύπρου.

Αισιόδοξο τι σε κάνει; Κάνεις σχέδια για την επόμενη μέρα;
Βλέπω πολύ αισιόδοξα τα πράγματα, γιατί αυτή η κατάσταση που ζούμε, έχει ημερομηνία λήξης. Θα έρθει η κανονικότητα σε κάποια φάση και ο κόσμος είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένος. Το βλέπω αισιόδοξα όλο αυτό. Είμαστε σε κομμάτι της οικονομικής ζωής, όπου προσφέρουμε διασκέδαση, ο καθένας με τον τρόπο του. Η διασκέδαση δεν θα πάψει να υπάρχει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS