CELEBRITIESΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣAνδρέας και Μάριος Κουκκίδης: Δύο αγαπημένα αδέρφια που ενώνουν τις φωνές τους...

Aνδρέας και Μάριος Κουκκίδης: Δύο αγαπημένα αδέρφια που ενώνουν τις φωνές τους στο ψαλτήρι

Δύο αγαπημένα αδέρφια, ενώνουν τις φωνές τους στο ψαλτήρι του νέου Καθεδρικού Ναού του Αποστόλου Βαρνάβα στη Λευκωσία. Ο γνωστός παρουσιαστής του ΡΙΚ Ανδρέας Κουκκίδης και ο αδερφός του Μάριος, αφηγούνται μια ζωή που θυμίζει ηθογραφία της Κύπρου του προηγούμενου αιώνα.

Από την Τώνια Σταυρινού
Φωτό Δημήτρης Βαττής

Η πρώτη έγχρωμη τηλεόραση στο σπίτι άνοιξε με τον Ανδρέα Κουκκίδη να εκφωνεί το δελτίο ειδήσεων του ΡΙΚ. Η χαρακτηριστική βαθιά φωνή του συνόδευε τις Κυριακές το οικογενειακό τραπέζι με θεατρικά σκετσάκια από το ραδιόφωνο και συντρόφευε τις προηγούμενες γενιές με αναγνώσεις λογοτεχνικών έργων και αφιερώματα. Ο παρουσιαστής, εκφωνητής, αλλά και θεατρικός συγγραφέας, είναι γνωστός και με μια άλλη ιδιότητα: αυτή του ψάλτη. Τα τελευταία 20 χρόνια στεκότανε στο ψαλτήρι της Εκκλησίας της Φανερωμένης, στη Λευκωσία, και σήμερα, μαζί με τον αδερφό του Μάριο, είναι οι ψάλτες του Καθεδρικού του Αποστόλου Βαρνάβα στην καρδιά της παλιάς Λευκωσίας. «Ψέλνουμε από μικρά παιδιά, στο πλευρό του πατέρα μας που ήταν ιερέας. Είναι όμως η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που βρισκόμαστε μαζί στο ψαλτήρι κι ήταν ένα μεγάλο δώρο και μεγάλη τιμή». Η αγάπη τους για τη βυζαντινή μουσική γεννήθηκε μαζί τους σε ένα σπίτι που αγαπούσε τη μουσική και τα γράμματα.

«Γεννηθήκαμε στο χωριό Πύργος της Λεμεσού. Εγώ ο είμαι ο μεγαλύτερος, 80 χρονών σήμερα και ο αδερφός μου ο Μάριος είναι ο έκτος και τελευταίος. Έχουμε 15 χρόνια διαφορά. Αυτό που καθόρισε τη ζωή μας και τη σχέση μας με το ψαλτήρι είναι ο πατέρας μας ο οποίος ήταν ιερέας και είχε μια πολύ ωραία φωνή. Δεν σπούδασε μουσική αλλά είχε ήταν το πάθος του. Εγώ τον έφτασα λαϊκό. Έγινε ιερέας όταν ήμουν 12-13 χρονών. Ήταν ένας πολύ μερακλής άνθρωπος. Ζούσε με τη ψυχή του. Τραγουδούσε, χόρευε, θυμάμαι είχε λάβει μέρος και κάποιες φορές στο πανηγύρι του Κατακλυσμού τραγουδώντας αμανέδες. Μας εμφύσησε αυτή την αγάπη για τη μουσική. Αρκεί να σου πω ότι στα 10 μου χρόνια, με έστειλε στο διπλανό χωριό, στην Παρεκκλησιά να μένω με τη γιαγιά μου, για να πηγαίνω σε ένα δάσκαλο που ήταν και διάκος και ήξερε μουσική. Ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος που μου έδωσε τα πρώτα μου ωραία μουσικά ακούσματα. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό και παρόλο που αγαπούσε πολύ τα γράμματα και ονειρευόταν να σπουδάσει, ο πατέρας του δεν τον άφησε. Μόλις τέλειωσε το δημοτικό τον έβαλε στο ζευγάρι, στο άροτρο. Μιλάμε για το 1930. Έτσι του έμεινε σαν απωθημένο η εκπαίδευση και ήθελε οπωσδήποτε να μορφωθούμε. Όταν τελείωσα λοιπόν εγώ το δημοτικό φρόντισε να πάω στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία. Με έστειλε μαζί με τη γιαγιά μου, τη μητέρα του, στη Λευκωσία και ενοικιάσαμε ένα δωμάτιο για να μένουμε. Ήταν η γιαγιά με την οποία έμενα και στην Παρεκκλησιά. Όταν ήρθαμε λοιπόν στη Λευκωσία, εγώ πήγα και γράφτηκα και στη σχολή του αείμνηστου Θεόδοτου Καλλίνικου, τη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής. Και τελειώνοντας το Παγκύπριο Γυμνάσιο πήρα και το πτυχίο βυζαντινής μουσικής».

«Τον Αντρέα τον θεωρώ ως τον πρώτο μου δάσκαλο. Αυτός μου έδωσε και τα πρώτα μουσικά μου ερεθίσματα. Ποτέ δεν ζήσαμε μαζί στο ίδιο σπίτι. Ήταν 12 χρονών όταν έφυγε και πήγε στη Λευκωσία για να φοιτήσει στο Παγκύπριο κι εγώ γεννήθηκα μετά από τρία χρόνια. Πάντα όμως υπήρχε μια πολύ στενή σχέση. Όταν ερχόταν στον Πύργο και τον άκουγα να ψέλνει μαγευόμουν. Ο πατέρας μας ήταν μια επιβλητική μορφή. Αρκούσε να σου ρίξει ένα βλέμμα και γινότανε αυτό που σου ζητούσε. Η βουλή του ήταν νόμος. Έτσι ήταν οι γονείς τότε. Ο πατέρας μας νοιαζόταν για όλους τους χωριανούς και βοηθούσε πολύ τον κόσμο. Είχε ηγετική φυσιογνωμία στο χωριό και απολάμβανε μεγάλης αποδοχής και αγάπης. Δυστυχώς τον χάσαμε νωρίς, στα 65. Η μάνα μας ήταν μια ανοικτή αγκαλιά. Κάποιος την περιέγραψε κάποτε σαν ένα καθεδρικό ναό που ήταν ανοικτό για όλο τον κόσμο. Όποιος ερχότανε σπίτι μας τον φίλευε με ένα μπουκάλι λάδι, αυγά. Και το σπίτι μας φιλοξενούσε πάντα κόσμο. Κι αυτό το θυμάμαι έντονα στα παιδικά μου χρόνια, στη δεκαετία του 60. Όποιος επισκεπτόταν το χωριό μας και δεν είχε πού να μείνει τον φιλοξενούσαμε. Πραματευτάδες, ταξιδιώτες με γαϊδούρα… Θυμάμαι μια φορά φιλοξενήσαμε έναν ταχυδακτυλουργό που είχε έρθει στο χωριό για παραστάσεις. Κι έναν παλαιστή που περιόδευε κι ήρθε στο καφενείο μας για να κάνει μια παράσταση».

«Ο Μάριος ήτανε πέντε χρονών όταν εγώ έφυγα για σπουδές στην Αθήνα. Μπήκα στο Φιλολογικό αλλά δεν τελείωσα, τα παράτησα στο δεύτερο χρόνο κι έδωσα κρυφά εξετάσεις για το Εθνικό Θέατρο. Ήτανε Σεπτέμβρης του 1961 και ήταν η χρονιά που αποφοιτούσε ο Σωτήρης Μουστάκας και ο Χάρης Παναγιώτου. Πέρασα στο Εθνικό αλλά όταν έγραψα γράμμα στον πατέρα μου ότι μπήκα σε σχολή θεάτρου, μου έκοψε τα χρήματα! Τι να έκανα, ήρθα πίσω. Μου έμεινε μεγάλο απωθημένο για το θέατρο. Γι’ αυτό αργότερα, το 1966 μπήκα στη Σχολή του Εύη Γαβριηλίδη. Το πάθος μου για το θέατρο θα έλεγα ότι βρήκε διέξοδο στο ΡΙΚ. Τότε οι εκφωνητές δεν διαβάζαμε απλά τις ειδήσεις, κάναμε πολλές παραγωγές. Καταρχάς δεν έμεινε συγγραφέας που δεν τον διαβάσαμε από ραδιοφώνου. Διαβάσαμε υπέροχα κλασσικά έργα. Η «ειδικότητα» μου ήταν ο Παπαδιαμάντης. Ξέραμε όμως καλά ελληνικά, όχι μόνο να γράφουμε, αλλά και να μιλούμε. Η εκφορά του λόγου ήταν πολύ σημαντικό μέρος της παιδείας τότε, ειδικά στο Παγκύπριο. Κι αυτό ήταν και το κριτήριο τότε για να μας πάρουν στο ΡΙΚ. Να μιλάμε καλά ελληνικά. Στο ΡΙΚ λοιπόν τότε έπαιξα ραδιοφωνικούς ρόλους στα θεατρικά αναγνώσματα που υπήρχαν τότε, έπαιξα και μικρούς ρόλους στο θεατράκι του ΡΙΚ, στην τηλεόραση… Αυτή η αγάπη μου για το θέατρο μετουσιώθηκε ύστερα στη γραφή θεατρικών έργων. Ξεκίνησα με κυπριακά σκετς. Έχω γράψει εκατοντάδες σκετς για το ραδιόφωνο και σενάρια για την τηλεόραση, κυρίως ηθογραφίες, κάποια από τα οποία παίζονται ακόμα. Μετά επιχείρησα να γράψω θεατρικά έργα, κυρίως κωμωδίες. Καμιά 20αριά από έχουν ανεβεί από επαγγελματικούς θιάσους, τον ΘΟΚ, την ΕΘΑΛ, το Σατιρικό, το θέατρο Ανεμώνα».

«Σπούδασα Φιλόλογος στην Αθήνα κι έζησα στο εξωτερικό για 12 χρόνια. Με τον Αντρέα αλληλογραφούσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Είχαμε μια πολύ όμορφη επικοινωνία, μου έδινε πάντα συμβουλές ως ο μεγάλος αδερφός που ήταν. Χωρίς κινητά, χωρίς τηλέφωνα, θυμάμαι να περιμένω με ανυπομονησία το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. Στην Αθήνα φοίτησα συγχρόνως στο Εθνικό Ωδείο. Είχα τόση αγάπη τότε… Νέος τότε 20 χρονών, σκεφτείτε να ξυπνάω τις Κυριακές, να παίρνω ένα κασετόφωνο και να γυρίζω τους ναούς για να ακούσω πολύ καλούς ψάλτες και να τους ηχογραφήσω πάνω σε κασέτες. Έχουμε κι εμείς τα είδωλα μας στην ψαλτική ξέρετε. Ο Θρασύβουλος Στανίτσας, ο Θεόδωρος Βασιλικός, ο Σπυρίδωνας Περιστέρης, ο Αθανάσιος Πέτας. Μετά το πανεπιστήμιο πήγα στο Λονδίνο σαν δάσκαλος στα παιδιά της παροικίας. Ήταν μια πολύ όμορφη κοινότητα, πέρασα τρεις σχολικές χρονιές μαζί τους, από το 1980 ως το 1983 και τις Κυριακές έψελνα στην εκκλησία, στην Παναγία του Γούντγκριν. Το σχολείο τότε είχε 1000 μαθητές. Και μετά την Αγγλία μου ήρθε μόνιμος διορισμός στη μέση εκπαίδευση της Ελλάδας. Και πού νομίζετε; Στην Πάτμο. Έτσι είχα τη μεγάλη ευλογία να ψέλνω στο σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Το ίδιο το σπήλαιο όπου ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη λειτουργεί ως εκκλησάκι. Ήταν δύο πολύ κατανυκτικά χρόνια που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Και από το επάγγελμα μου ως φιλόλογος νιώθω μια καταξίωση. Αλλά την πιο μεγάλη ικανοποίηση και πληρότητα την παίρνω από την ψαλμωδία. Ιδιαίτερα όταν οι πιστοί συγκινούνται κι αισθάνεσαι μέρος της προσευχής τους, γίνεσαι μέρος της κατάνυξης. Για μένα η πίστη στο Θεό είναι κάτι έμφυτο. Το έχουμε πει πολλές φορές με τον Αντρέα. Νιώθουμε ένα χέρι να μας κρατά και να μας οδηγά. Νιώθουμε όντως ευλογημένοι».

«Το 1961 επέστρεψα στην Κύπρο. Μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να πείσω τον πατέρα μου να φοιτήσω στο Εθνικό Θέατρο, ήρθα πίσω και πήρα δουλειά στο Κρατικό Λαχείο. Δυο χρόνια μετά γνώρισα τη σύζυγό μου, τη Στέλλα. Η γνωριμία μας έγινε μέσω του άντρα της αδερφής της. Ήτανε έμπορος. Κι ερχόμασταν τότε από τον Πύργο, μαζί με τον πατέρα μου, για να πουλήσουμε τα φθαρτά μας. Δεν μπορούσες τότε να ζήσεις ή παπάς ή ζευγάς, έπρεπε να κάνεις και τα δύο για να τα βγάλεις πέρα. Ερχόμασταν λοιπόν στη Λεμεσό και φέρναμε ντομάτες, αγγουράκια, καρπούζια, λάχανα για να τα πουλήσουμε. Με είδε μια, δυο, τρεις και σκέφτηκε «αυτός κάνει για την κουνιάδα μου». Έτσι κι έγινε. Μόλις είδα τη Στέλλα είπα «αυτή είναι». Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, παρόλο που ήμουν 23 χρονών, που είπα «αυτή θέλω να γίνει γυναίκα μου». Δεν υπάρχουν κριτήρια σ’ αυτά τα πράγματα. Είναι ένστικτο. Είπα «αυτή ή καμιά». Το λέω και στα εγγόνια μου. «Θα αρραβωνιαστείτε μόνο όταν πείτε αυτή είναι και καμιά άλλη. Δεν θα λάβετε υπόψη ούτε τα λεφτά, ούτε τις σπουδές, ούτε τίποτα». Η καρδιά ξέρει καλύτερα από το μυαλό. Κάποια πράγματα δεν τα ακολουθείς με τη λογική. Όπως η πίστη στο Θεό, είναι κάτι που το ανακαλύπτεις με την καρδιά σου».

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS