ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

BEAUTY NEWS

OMIKRONΕλένη Κυριακίδου Κοντού: Ο αθλητής-θρύλος πατέρας μου, Στέλιος Κυριακίδης

Ελένη Κυριακίδου Κοντού: Ο αθλητής-θρύλος πατέρας μου, Στέλιος Κυριακίδης

Η πρωτότοκη κόρη του κορυφαίου Κύπριου αθλητή -και μύθου πια του αθλητισμού- που έγραψε ιστορία και έγινε παγκόσμιο σύμβολο, του μαραθωνοδρόμου, Στέλιου Κυριακίδη, φωτογραφίζεται μαζί με τα δύο παιδιά και τα τέσσερα εγγόνια της, στο σπίτι της, στη Φιλοθέη, και μιλάει για πρώτη φορά, στα 79 της σήμερα χρόνια, για τον πατέρα της που τόσο αγάπησε.

ΑΠΟ ΤΟΝ Γιάννη Χατζηγεωργίου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Νίκος Κομίνης
ΜΑΚΙΓΙΑΖ ΜΑΛΛΙΑ: Κατερίνα Μητροπούλου

«Γεννήθηκα στις 3 Δεκεμβρίου του 1942, μέσα στην κατοχή. Ήμουνα η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας – έχω το όνομα της μητέρας του πατέρα μου, που καταγόταν από την επαρχία Πάφου. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ και τα τρία του παιδιά – και μετέπειτα και τα επτά στο σύνολο εγγόνια του που τον λάτρευαν. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τότε που έμενα εγώ μαζί με τον άντρα μου, στο Κολωνάκι, ερχόταν τις Κυριακές και πήγαινε βόλτες τα εγγόνια του στον -τότε- Βασιλικό Κήπο κι έπειτα τα κερνούσε απαραιτήτως λουκουμάδες, στο μαγαζί που ήταν δίπλα από το Rex. Όσο ήμασταν μικρότεροι, θυμάμαι, επίσης, ότι έπαιζε πολύ μαζί μας -αυτός, άλλωστε, μας έμαθε ποδήλατο-, ενώ είχε φτιάξει στο σπίτι μας, επάνω στη σκεπή, και έναν πολύ ωραίο χώρο για να μαζευόμαστε με τους φίλους μας και να παίζουμε πιγκ πογκ, να κάνουμε τοξοβολία και άλλα αθλήματα – ήταν ένας μοντέρνος μπαμπάς, πολύ μπροστά από την εποχή του!».

Kyriakides Bw

«Παρά το ότι ο μπαμπάς μου, κάποιες ελάχιστες φορές, υπήρξε αυστηρός μαζί μας για κάτι ζαβολιές που κάναμε, ήταν ένας πολύ καλός πατέρας, ήρεμος και δίκαιος – πολύ ευγενής και καλοσυνάτος. Θυμάμαι π.χ. ότι, εκείνες τις εποχές, επειδή δεν υπήρχαν τα σούπερμαρκετ, όπως τώρα, κάθε Σάββατο κατέβαινε από τη Φιλοθέη, όπου μέναμε, στην Αθήνα, στην κεντρική αγορά, για να ψωνίσει ο ίδιος για το σπίτι ενώ, παράλληλα με τα ψώνια που έκανε, μάς αγόραζε σοκολάτες και λιχουδιές και για τους τρεις μας – για εμένα, για τον Δημήτρη, που είναι δύο χρόνια μικρότερός από εμένα, και την μικρότερη, κατά έξι χρόνια, αδελφή μου, την Μαρία».

«Έζησα δύο χρόνια στην Κύπρο, φοιτώντας στην τέταρτη και στην πέμπτη τάξη του δημοτικού – δεν θυμάμαι, ωστόσο, να πηγαίναμε πιο πριν, συχνά, στην Κύπρο. Είχαν αποφασίσει τότε οι γονείς μου να με στείλουν στο Αθηναίδειο, της Λεμεσού, για να μάθω πολύ καλά τα αγγλικά γιατί τότε ήταν “ένα από τα καλύτερα σχολεία” και, λόγω της καταγωγής του μπαμπά μου, ο ίδιος αισθανόταν καλά με το να πάω στην πατρίδα του για λίγο χρονικό διάστημα, για την μόρφωσή μου. Ήμουνα εσωτερική εκεί, για δύο χρόνια. Όμως, πρέπει να σας πω πως οι προσωπικοί δεσμοί μου με την Κύπρο, είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, από τότε που βαφτίστηκα – εκτός από το όνομα “Ελένη”, το οποίο, όπως σας ανέφερα, έχω πάρει από την μητέρα του μπαμπά μου, έχω και ένα δεύτερο όνομα, το “Ελευθερία”, το οποίο μου το έδωσε ο νονός μου, ο Λανίτης, προς τιμήν της ελευθερίας της Κύπρου στην οποία ευελπιστούσαν όλοι τότε. Θυμάμαι πάντως πως όταν μετά από εκείνα τα δύο σχολικά έτη γύρισα από την Κύπρο, ο μπαμπάς μου μας είχε φέρει ποδήλατα και πατίνια, ως δώρο, παρόλο που δεν υπήρχε οικονομική άνεση, επειδή τότε η Φιλοθέη είχε πάρα πολύ ωραίους δρόμους, μία εξαιρετική ρυμοτομία – για να γυμναζόμαστε, κατά κάποιο τρόπο. Μετά ξεκίνησε η φοίτησή μου στο Αρσάκειο, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν το καλύτερο σχολείο για τα κορίτσια. Αυτό δεν έγινε επειδή ήταν πλούσιος ο μπαμπάς μου -καμία σχέση- αλλά γιατί ο ίδιος πίστευε πολύ στη μόρφωση. Ο ίδιος, άλλωστε, λόγω των συνθηκών στις οποίες μεγάλωσε, δεν είχε την μόρφωση που θα επιθυμούσε και προτιμούσε να στερούμαστε άλλα πράγματα -ιδίως ο ίδιος και η μητέρα μου- παρά κάτι από την παιδεία μας. Άλλωστε, επειδή εγώ ήμουνα “η κόρη του Κυριακίδη, του μαραθωνοδρόμου που τίμησε την Ελλάδα”, μπήκα στο Αρσάκειο με υποτροφία. Το ίδιο και η αδελφή μου. Ο αδελφός μου φοίτησε στα Ανάβρυτα – κι αυτός, χάρις στον μπαμπά μας και στις διακρίσεις του, με υποτροφία. Παράλληλα με το σχολείο μας, κάναμε και οι τρεις ιδιαίτερα αγγλικά και γαλλικά – ήθελε να έχουμε την καλύτερη δυνατή μόρφωση!».

Kyriakides

«Για να καταλάβετε τη σημασία που έδινε ο Κυριακίδης στην παιδεία και στην μόρφωση, όταν ήταν μαθητής ο γιος μου ήταν πολύ καλός στο στίβο, στους αγώνες ταχύτητας. Μάλλον είχε το dna του παππού του. Όταν, λοιπόν, τέθηκε το θέμα από τους καθηγητές του και ιδιαίτερα από τον φιλόλογό του -ο οποίος ήταν και μπασκετμπολίστας του Ολυμπιακού- πως είτε στα μαθήματά του θα αφοσιωνόταν, είτε στον αθλητισμό -δεν γινόταν να συνδυαστούν και τα δύο γιατί ήδη η απόδοσή του στα μαθήματα έπεφτε, λόγω των προπονήσεων- κάναμε μία συζήτηση και ήθελα τη γνώμη του μπαμπά μου η οποία θα έπαιζε βασικότατο ρόλο στο τι θα κάναμε τελικά, όντας κι ο ίδιος ένας κορυφαίος αθλητής. Χωρίς δισταγμό ο μπαμπάς μου είπε τότε: “Ο Γιώργος να σταματήσει να γυμνάζεται και να αφοσιωθεί στα διαβάσματά του”. Αυτό ήταν μία υπέρβαση για έναν άνθρωπο της αθλητικής κλάσης του Κυριακίδη. Σήμερα, ο Γιώργος είναι ο CFO του Αμερικανικού IRS και μεσολαβητής μεταξύ του Κογκρέσου και του IRS στην Washington D.C., καθώς και καθηγητής Οικονομικών στο George Washington University, ενώ και η κόρη μου, η Μαρία, η οποία επίσης συνεχίζει να αθλείται συστηματικά, είναι επί τριάντα χρόνια μία από τις κορυφαίες σύμβουλους ακινήτων -τα τελευταία χρόνια εργάζεται με τους Sotheby’s International Realty, με έδρα την Washington D.C.-, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται και με μεγάλες εταιρείες του κλάδου, σε όλο τον κόσμο. Είμαι πολύ περήφανη για τα παιδιά μου!».

Kyriakides2

«Ο μπαμπάς μου καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Υπήρχε μεγάλη φτώχια τότε στην Κύπρο, όπως γνωρίζετε. Για να καταλάβετε τις συνθήκες της εποχής εκείνης και την ένδεια που επικρατούσε στην Κύπρο, μού είχε πει πως είχε περπατήσει από τον Στατό της Πάφου, όπου ήταν το σπίτι τους, μέχρι τη Λεμεσό, ξυπόλητος – δεν υπήρχαν λεφτά ούτε για ένα ζευγάρι παπούτσια!».

«Ήμουνα τρεισήμισι ετών όταν έγινε ο Μαραθώνιος της Βοστώνης, στον οποίο νίκησε ο πατέρας μου και έγινε ο αθλητής-σύμβολο που δόξασε όλη η Ελλάδα και η Κύπρος, αφού χάρις στον ίδιο τέθηκε μετά και σε εφαρμογή εσπευσμένη μεγάλη οικονομική βοήθεια από την Αμερική και τους Ελληνοαμερικάνους, λίγο πριν το Σχέδιο Μάρσαλ. Δεν έχω καθόλου μνήμες από εκείνες τις μέρες. Από ένα ντοκιμαντέρ, όμως, αργότερα, είχα δει που είχαμε πάει οικογενειακώς, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, στις 23 Μαΐου του 1946, για να υποδεχθούμε τον μπαμπά μου -τότε που, περίπου, ένα εκατομμύριο Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα και είχαν κλείσει ακόμη και τα σχολεία εκείνη τη μέρα, για την υποδοχή του-, και είχα προσέξει σ’ αυτό ότι χαμογελούσα και τον αγκάλιαζα. Ήταν συγκλονιστικές εκείνες οι στιγμές! Ο μπαμπάς μου είχε χάρισμα στο να διηγείται, και θυμάμαι που μαζεύονταν πολλές φορές παρέες στο σπίτι μας, κι εκείνος τους έλεγε όλη την ιστορία της Βοστώνης. Εγώ, επειδή ήμουνα η μεγαλύτερη από τα αδέλφια μου, τις περισσότερες φορές ήμουνα κι η ίδια παρούσα σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις. Άλλωστε, δεν δοξάστηκε μόνο ο ίδιος στη Βοστώνη, αλλά όλος ο ελληνισμός και δη ο απόδημος – ο Pappas τού είχε παραχωρήσει το αυτοκίνητό του, ένας Δημητρακόπουλος τον είχε φιλοξενήσει στο ξενοδοχείο του στη Βοστώνη και για όλους τους Έλληνες της Αμερικής αποτέλεσε το σύμβολο της χώρας που είχαν αφήσει πίσω αλλά δεν ξέχασαν. Θυμάμαι που μας έλεγε πόσο πολύ είχε μελετήσει τη διαδρομή, ότι ήταν ο μοναδικός που έτρεχε τότε με ρολόι χειρός για να ξέρει τι πρέπει να κάνει, που επειδή ήταν πολύ αδύνατος η επιτροπή εκεί δεν ήθελε να τον αφήσει να τρέξει αλλά εκείνος τους είχε πείσει πως μπορούσε – δεν κέρδισε, πάντως, τυχαία τον Μαραθώνιο. Για τον μπαμπά μου αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του. Ο ίδιος είχε ξαναπάει στη Βοστώνη, πριν τον Πόλεμο, αλλά τότε δεν είχε κερδίσει γιατί κάτι παπούτσια που του είχαν δώσει τού είχαν πληγώσει τα πόδια και δεν μπόρεσε να τρέξει καλά. Επειδή το ’46 ήτανε πια 36 ετών, εθεωρούσε πλέον πως ήταν η μοναδική του ευκαιρία στο να κάνει κάτι σημαντικό για τους Έλληνες και την Ελλάδα σε παγκόσμιο επίπεδο – είναι πλέον μνημειώδες, άλλωστε, εκείνο το “ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες!” που αναφώνησε, αλλά και το “είμαι υπερήφανος που είμαι Έλλην!” που είπε, μεταξύ άλλων, στο λόγο του, δακρυσμένος, στην επίσημη τελετή που τού έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο, που πριν λίγο καιρό ανακηρύχθηκε από το Boston Marathon Association ως ο πρώτος αθλητής στην ιστορία του, που έτρεξε για φιλανθρωπικό σκοπό. Πραγματικά κορυφαίος και παγκόσμιος!».

Kyriakides3

«Όπου πηγαίναμε μετά, όπου κυκλοφορούσαμε, ήμασταν πάντοτε “τα παιδιά του Στέλιου Κυριακίδη, του μαραθωνοδρόμου”. Γινόταν χαμός. Πηγαίναμε, θυμάμαι, τις Κυριακές που δεν δούλευε -τότε εργαζόταν τις καθημερινές στην ΗΕΑΠ, την μετέπειτα ΔΕΗ-, στο λοφάκι της Φιλοθέης, τα καλοκαίρια, κάναμε πικ νικ, κι έρχονταν όλοι να του μιλήσουν – είχε γίνει πια σημείο αναφοράς για όλους ο μπαμπάς μου. Το ίδιο συνέβαινε και το Χειμώνα που μας πήγαινε στο “Σινεάκ”, στην Πανεπιστημίου, επειδή κάθε Κυριακή παιζόντουσαν παιδικές ταινίες εκεί. Εγώ στην αρχή ένιωθα λίγο άβολα μ’ όλη αυτή την αναγνωρισιμότητα που απολάμβανε. Ακόμη κι όταν έπρεπε να με στείλει κάπου ο μπαμπάς μου και μου έλεγε “να πεις ότι είσαι κόρη μου” εγώ ντρεπόμουνα και δεν το ‘λεγα. Την σπουδαιότητα του μπαμπά μου -όχι μόνο ως αθλητή, αλλά και ως ανθρώπου- την αντιλήφθηκα μεγαλώνοντας. Υπήρξα πολύ τυχερή που είχα έναν τέτοιο μπαμπά!».

«Στον μπαμπά μου, εκτός από τον αθλητισμό, του άρεσε πολύ και η κηπουρική. Στον κήπο μας, που ήταν ένα στρέμμα, είχε φυτέψει, θυμάμαι, πολλά οπωροφόρα – είχαμε βερικοκιές, ροδιές, ροδακινιές, κερασιές, συκιές κ.α. Επειδή, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσαμε να τα καταναλώσουμε εμείς όλα αυτά, μάζευε τα φρούτα και τα πήγαινε μέσα σε καλάθια στους υπαλλήλους της κοινότητας -τότε- της Φιλοθέης και τους τα πρόσφερε, καθώς και στο αστυνομικό τμήμα. Ήταν ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος, από όλους, γιατί ήταν ταπεινός».

«Πάντοτε ήτανε ντυμένος πάρα πολύ ωραία, ήταν πολύ προσεκτικός στο ντύσιμό του. Κυκλοφορούσε απαραιτήτως με το ποδήλατό του -πήγαινε πολύ μακριά μ’ αυτό, αφού δεν είχε μάθει ποτέ του να οδηγεί- και μετά, όταν ξεκίνησε το Γυμναστήριο της Φιλοθέης, μετά τη δουλειά του πήγαινε εκεί – το οποίο, κυριολεκτικά, είχε χτίσει ο ίδιος, αφού είχε βάλει πολλή προσωπική εργασία και κόπο στο να οικοδομηθεί, πήγαινε και παρακαλούσε π.χ. ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε κεραμίδια για να του δώσουν μερικά επειδή ήταν αυτός που ήταν, ενώ όλα γίνονταν από δωρεές για τις οποίες ο ίδιος κυρίως μεσολαβούσε. Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο πολύ στενοχωρέθηκε όταν, για κομματικούς λόγους, τον έβγαλαν από Πρόεδρο του Γυμναστηρίου, το 1981 – που ήταν μία καθαρά τιμητική θέση για τον ίδιο και άμισθη. Επειδή ήταν αθλητής και καλός άνθρωπος, ήταν και ένας υποδειγματικός αρχηγός – όλοι τον άκουγαν, όλοι τον σεβόντουσαν -ήταν, άλλωστε, και τιμητικά μέλος του ΣΕΓΑΣ, μέχρι το τέλος της ζωής του-, δεν μιλούσε άσχημα σε κανέναν, ήταν σωστός με όλους. Γενικά, δεν ήταν ένας νευρικός άνθρωπος ο μπαμπάς μου, ήταν ένας άνθρωπος που τον κουβέντιαζες».

Kyriakidesxxx

«Ο μπαμπάς μου κοιμόταν πάντοτε νωρίς, δεν ξενυχτούσε ποτέ, δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Επίσης, τρώγαμε στο σπίτι πάντοτε πάρα πολύ σωστά και υγιεινά – ακόμα και κουάκερ τρώγαμε, που ο ίδιος τα ήξερε από τους Άγγλους που τα είχαν στην Κύπρο. Κάποιες φορές, μαγείρευε κι ο ίδιος – την γαλοπούλα τα Χριστούγεννα, και το Πάσχα το αρνί στη σούβλα, στον κήπο μας, στα μεγάλα τραπέζια που κάναμε κάθε χρόνο απαραιτήτως, καθώς και κυπριακές φλαούνες που του θύμιζαν τον τόπο του, μαζί με τα εγγόνια του».

«Ήταν υποδειγματικός σύζυγος, πολύ τρυφερός, αγαπούσε πολύ τη μαμά μου, την Ιφιγένεια -με την οποία παντρεύτηκαν στις 28 Δεκεμβρίου του 1941, στην εκκλησία της Φιλοθέης-, τη βοηθούσε σε ό,τι χρειαζόταν, τη νοιαζόταν – και πάντοτε έλεγα, θυμάμαι, προτού παντρευτώ, “μακάρι να βρω κι εγώ έναν άντρα που να μ’ αγαπάει έτσι, όπως ο μπαμπάς μου αγαπάει τη μαμά μου!”. Ευτύχησα και η ίδια να μου συμβεί αυτό μεγαλώνοντας, ενώ δημιούργησε κι εκείνος μία πολύ καλή σχέση με τον άντρα μου αργότερα. Ήταν πάντως αυστηρός με τα προσωπικά μου: Να φανταστείτε, παρόλο που είχα πάει μετά το σχολείο στο Λονδίνο, όπου σπούδασα, και επομένως είχα ζήσει ήδη μόνη μου σε μία ξένη χώρα, κι ήμουνα πλέον εργαζόμενη, όταν άρχισα να βγαίνω με τον άντρα μου και είχε έρθει να με πάρει πρώτη φορά απ’ το σπίτι, είχε θυμώσει που δεν το γνώριζε. Μετά, μέχρι να γνωρίσει τον μετέπειτα σύζυγό μου, με περίμενε κάθε φορά στη βεράντα βέβαια…(γελάει). Απ’ την άλλη, οι μόνες φορές, θυμάμαι, που “μάλωνε” με την μαμά μου ήταν όταν έμπαινε στο σπίτι με τα λερωμένα του παπούτσια, από τον κήπο στην κουζίνα (γελάει). Για να καταλάβετε τη σχέση που είχαν μεταξύ τους, τον μισθό του, κάθε πρώτη του μήνα, τον έβαζε σε ένα συρτάρι του γραφείου και από εκεί μπορούσε η μητέρα μου να πάρει ό,τι χρήματα χρειαζόταν για την καθημερινότητά της – τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη της έδειχνε».

«Η μαμά μου ήταν η δεύτερη γυναίκα του μπαμπά μου – αυτό δεν είναι γνωστό. Δυστυχώς, η πρώτη του γυναίκα πέθανε σε ηλικία 19 ετών από μίας μορφής μόλυνση, η οποία μάλιστα ήτανε και έγκυος 4-5 μηνών τότε, στο πρώτο τους παιδί – δεν υπήρχε, όμως, εκείνα τα χρόνια ούτε η πενικιλίνη, ούτε αντιβιοτικά, τίποτα. Αυτή ήταν από τις πιο δυστυχείς περιόδους στη ζωή του μπαμπά μου! Θυμάμαι χαρακτηριστικά που οι γονείς της, όπως μας τα αφηγούνταν, τού είχαν δώσει για προίκα ένα σπίτι όμως, με το που πέθανε η γυναίκα αυτή, εκείνος τους το επέστρεψε διότι “δεν το εδικαιούτο”, όπως τους ανέφερε. Όταν πια παντρεύτηκε ο μπαμπάς μου με την μαμά μου και την πήγε πρώτη φορά στο σπίτι που νοίκιαζε τότε, αυτό ήταν γεμάτο από φωτογραφίες της πρώην γυναίκας του. Αλλά η μητέρα μου, για να καταλάβετε τι άνθρωπος ήταν κι εκείνη, του είχε πει “δεν με πειράζει, αφού η γυναίκα έχει πια πεθάνει”. Στην πορεία των χρόνων, οι γονείς μου διατήρησαν πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς της πρώτης εκείνης συζύγου του πατέρα μου – τον εκτιμούσαν πολύ!».

Kyriakides1

«Ο μπαμπάς μου πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987. Τότε ήμουνα 45 ετών. Δυστυχώς, αυτή η αρρώστια…Ο μπαμπάς μου διαγνώστηκε με καρκίνο του νωτιαίου μυελού, αν και τα συμπτώματα φάνηκαν στο τέλος. Μπήκε στο “Υγεία” στις 26 Οκτωβρίου, έμεινε εκεί για έξι εβδομάδες και θυμάμαι ότι ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα. Ήταν χάλια. Ήταν στο τελικό στάδιο όταν μπήκε στο “Υγεία” γιατί δεν γνωρίζαμε κάτι – και, καλύτερα, θα σας έλεγα σήμερα, γιατί δεν ήταν το είδος του ανθρώπου που θα μπορούσε να ζήσει περιορισμένα. Ήταν τόσο ζωντανός άνθρωπος…Για να καταλάβετε, λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο ήταν στο εξοχικό του αδελφού μου, στην Κορινθία, ανεβασμένος επάνω σε ένα δέντρο και έκοβε καρύδια. Γυρνώντας από το χωριό, τον βλέπει ο πεθερός της αδελφής μου, που ήτανε γιατρός, και του λέει: “Στέλιο, δεν μ’ αρέσει καθόλου το χρώμα σου”. Έτσι το ψυλλιαστήκαμε και πήγαμε για εξετάσεις…Το τελευταίο βράδυ που ήμουνα στο νοσοκομείο για να τον δω, θυμάμαι ότι τον σήκωσαν και του έκαναν ενέσεις στην πλάτη…Και τα ξημερώματα, στις τρεις η ώρα, πέθανε…Το σκέφτομαι συχνά αυτό και λέω: “Θεέ μου, γιατί τον ταλαιπωρούσαν έτσι;”. Αυτό το ‘χω μέσα στην καρδιά μου, το πιστεύετε; Και λέω στα παιδιά μου: “Δεν θέλω να με ταλαιπωρήσετε όταν θα φτάσω στα τελευταία μου, να με αφήσετε να φύγω φυσιολογικά”. Αυτό είναι κάτι που θυμάμαι συνέχεια…».

«Πιστεύω πως ο μπαμπάς μου πέθανε ευτυχισμένος. Μας αγαπούσε. Τον αγαπούσαμε. Πέθανε πλήρης – ποτέ, ωστόσο, δεν είχε μιλήσει σ’ εμάς για το ενδεχόμενο του θανάτου, σα να μην υπήρχε αυτό το πράγμα. Θυμάμαι τώρα, καθώς μιλάμε, που με είχε πάει και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στους οποίους ο ίδιος ήταν επίσημος προσκεκλημένος, πόσο ωραία είχαμε περάσει, τι βόλτες κάναμε…Να, τέτοια μου έρχονται στο μυαλό όταν τον σκέφτομαι…Ό,τι έγινα, ό,τι είμαι, έγινε χάρις στον μπαμπά μου! Ό,τι καλό έχει γίνει στη ζωή μου, έχει γίνει απ’ τον μπαμπά μου. Σας μιλάω τόση ώρα γι’ αυτόν και τον σκέφτομαι με πολλή αγάπη, μ’ ένα χαμόγελο, με τρυφερότητα – σα να είναι εδώ, μπροστά μου…Μου λείπει πολύ!».

Περιοδικό “Omikron”, τεύχος 293.

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS