CELEBRITIESΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣΗ συγκλονιστική εξομολόγηση του Γιώργου Ζένιου

Η συγκλονιστική εξομολόγηση του Γιώργου Ζένιου

Έπειτα από 43 χρόνια στο θέατρο, στην τηλεόραση και στο τραγούδι, ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους ηθοποιούς αποφασίζει να δώσει στο «Down Town» την πιο προσωπική συνέντευξη της ζωής του, αφού μιλάει, πρώτη φορά, για έναν άνθρωπο που αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό…

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ


Πότε ήταν η τελευταία φορά που τραγουδήσατε;

Πριν από περίπου τρία χρόνια. Ήταν σε ένα κέντρο, στη Λεμεσό. Στις «Αναμνήσεις». Μετά είχα ένα συμβάν με τον αδερφό μου, και εσταμάτησα.

Τι είχε συμβεί;

Είχε καρκίνο.

Έναν αδελφό είχατε;

Έναν. Και μία μικρότερη αδελφή, την Αφροδίτη.

Ήταν μικρότερος από εσάς;

Ναι. Δεκατρείς μήνες μικρότερος. Από τότε που εξεκίνησεν αυτή η ιστορία με τον καρκίνο, ορκίστηκα να μην ξανατραγουδήσω.

Κρίμα…

Μου το είπαν κι άλλοι αυτό. Κοίταξε να δεις, Γιάννη. Ο Αντρέας, ο αδερφός μου, μου έλεγε πάντα: «Ρε Κόκο, είσαι καλός ηθοποιός. Γιατί πάεις τζιαι τραγουδάς;». Αλλά, ξέρεις, εγώ όποτε ήθελα να ξεσκάσω, να ξεφύγω από κάτι, έπιανα το τραγούδι. Τζιαι επληρώνουμουν καλά. Εζητούσα π.χ. 300 λίρες για να τραγουδήσω για μια νύχτα. Μου τις έδιναν. Αλλά εγέμωνα το κέντρο, όπου εμφανίζουμουν. Έρκουνταν να δουν τον άνθρωπο που ήταν στο «Κατωθκιόν της Μαδαρής» ή στο «Βουράτε Γειτόνοι», για να σου πω το πιο πρόσφατο, τότε που ανέλαβα το «Κάτω Χωριό», ένα κέντρο στην τουριστική περιοχή της Λεμεσού. Έκαμα εννιά χρόνια τζιαμαί, εθκιώχναμεν 250 με 300 άτομα Σάββατα και Κυριακές. Έρκουνταν που τα Κοκκινοχώρκα για να με ακούσουν… Φαντάσου!

Το έχετε σαν «χρωστούμενο» στον αδελφό σας το να μην ξανατραγουδήσετε;
Το συζητούσαμε αυτό το θέμα, δύο τρεις μήνες πριν πεθάνει. Το θυμούμαι σαν τωρά: «Μεν ξανατραγουδήσεις, ρε. Θωρώ σε τωρά στο “Μπρούσκο” και σε απολαμβάνω. Γιατί να τραγουδάς;», μου έλεγε. Ύστερα ήρτεν το τέλος…

Είχατε στενή σχέση με τον αδελφό σας;

Πολύ στενή. Από μωρά.

Μοιάζατε;

Ο αδερφός μου ήταν άλλος χαρακτήρας. Εγώ είμαι λίγο αγχώδης, ο Αντρέας δεν είσιεν βλατζιήν. Ετέλειωσεν λογιστικά, θα δούλεψε με τα λογιστικά δύο χρόνια, μετά άνοιξα εγώ το «Café Pari» και του είπα «έλα μέσα». Σε δέκα μήνες εξοφλήσαμε τες 16 χιλιάδες που εχρωστούσαμεν.

Μα, το θυμάμαι. Ήταν το πιο πετυχημένο café της Λεμεσού…

25 Μαρτίου του 1972 το άνοιξα. Το θυμούμαι σαν τωρά. Ήταν δύο σελίνια όλα. «Εχτυπούσαμεν», κάθε Σάββατο, δύο χιλιάδες λίρες! Ο κόσμος ήταν πατείς με πατώ σε, 800 θέσεις τα καλοτζιαίρκα. Το 1980 πήγα πίσω στην Αγγλία και το ενοικίασα. Εγώ, στο μεταξύ, εδούλεφκα ταυτόχρονα τηλεόραση, ράδιο και θέατρο – πού να τα προλάβω ούλλα; Εβασίζουμουν πάνω του. Ήμασταν αγαπημένοι. Και με την αδερφή μας, την Αφροδίτη. Εκράτησεν μας έτσι ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όπως εγώ το εκράτησα με τα παιθκιά μου τζιαι τωρά με τα εγγόνια μου.

Πώς ήταν η περίοδος προτού φύγει ο αδελφός σας από τη ζωή;

Σου το λέω, μέσα από την καρδιά μου, εύχομαι να μην τις περάσει κανένας άλλος άνθρωπος εκείνες τις μέρες. Ούτε εχθρός μου! Δεν υπάρχει χειρότερη εμπειρία, ρε Γιάννη. Βέβαια, ήμουν τυχερός. Διότι, επειδή ήμουν αυτός που είμαι, εκοιτάξαν τον – και μου το έλεγε. Έσιει και τα καλά του το επάγγελμα. Δεν υπάρχει, όμως, χειρότερο από το να σου λένε οι ειδικοί «κάμνουμε ό,τι μπορούμε, κύριε Ζένιο, αλλά…». Όταν του είπαν να κάμει και την 24η χημειοθεραπεία, εγύρισεν και μου είπε: «Ρε Κόκο, εν θέλω να την κάμω! Θέλω να πεθάνω…». Έβλεπα τον ότι υπέφερε – εσσίζαν τα σιέρκα του, τα χείλη του, ήταν πολλά τραγικές τούτες οι στιγμές. «Θέλω να πάω σπίτι μου», είπεν μου μιαν ημέρα. «Πάρτον», εσυμφώνησεν ο γιατρός. Επήρα τον. Την τέταρτην εβδομάδα άρχισε τζιαι έπεφτε σε λήθαργο, εξυπνούσε, εξανατζιοιμάτουν. Λίγο πριν το τέλος, εμιλήσαμεν.

Τι είπατε;

Θα σου πω… (σταματάμε για λίγο). Ευχαρίστησέν με, με κάποιο τρόπο. Εγύρισεν πλευρό, τζιαι ετζιοιμήθηκεν. Είπα της Αντρούλλας, της γυναίκας του, «θα έρτω αύριο πρωί-πρωί». Ετηλεφωνήσαν μου η ώρα 12 τα μεσάνυχτα: «Έλα τωρά!». Τον επήραν, στο μεταξύ, στο νοσοκομείο… Επήα. Ήταν σαν να με επερίμενεν. Είδεν με, έκαμεν μια ανάσα, μια βαθκιάν ανάσα, τζιαι έμεινεν με ανοιχτά τα μάθκια. Του τα έκλεισα (σταματάμε ξανά). Ο αδερφός μου επέθανεν στις 5 Μαρτίου του ‘18. Στις 3 Μαρτίου φέτος, τη μέρα που θα βγει το περιοδικό, θα έχουμε το μνημόσυνο. Ίσως να ήταν και μοιραίο, έτσι όπως έγινε.

Περάσατε κατάθλιψη;

…Ναι. Σωστή η σκέψη σου. Επέρασα. Σκέφτου πως όταν επέθανεν ο αδερφός μου δεν ήθελα καν να δουλέψω – εγώ, που είμαι «άρρωστος» με τη δουλειά μου. Έχω έναν φίλο, τον Αντρέα τον Χατζηαντωνά, ο οποίος μου έγραψε κάτι ηρεμιστικά. Μου είπε: «Θα παίρνεις ένα το βράδυ». Δεν ετζιοιμούμουν τη νύχτα. Εθώρουν τον αδερφό μου μπροστά μου. Έδωσεν μου zanax. Έπαιρνα μισό milligram. Ηρεμούσα.

Για πόσο καιρό;

Για δύο μήνες περίπου. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ξέρω το, εν αμαρτία, αλλά αφού κάμνουμε τούτην την κουβέντα… Την τελευταία εβδομάδα έλεγα: «Θεέ μου, αν υπάρχεις, πάρτον να ησυχάσει!». Νομίζω ότι και εκείνος το ίδιο θα έλεγε για μένα, αν ήμουν στη θέση του… (σταματάμε για λίγο ξανά, βάζει τα κλάματα).

Θέλετε να σταματήσουμε τη συνέντευξή μας;

Όχι, όχι, θα τα πω… Όταν επέθανεν ο Αντρέας, ένιωσα ανακούφιση, ρε Γιάννη… Μα, ξέρεις τι πάει να πει να σου βάλλουν μορφίνη; Ήταν 86 κιλά ο αδερφός μου, τζιαι όταν επέθανεν ήταν 47 – ένα κομμάτι κόκκαλο… Πάω κάθε εβδομάδα και του ανάβω το καντήλι. Έφυεν, αλλά κάποτε θα βρεθούμε – έτσι είναι τα πράγματα. Του το είπα, άλλωστε… Τον έχουμε στον Ύψωνα. Μαζί με τη μάνα μας και τον πατέρα μας. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει τον τάφο, δίπλα που τον δικό τους, πριν πεθάνει. «Τούτος είναι για σας, ρε», μου είχε πει. «Για να είμαστε δίπλα-δίπλα…».

Δεν φοβάστε τον θάνατο;

Όχι. Όχι. Τι να φοβηθώ; Αλλά, αν ο αδερφός μου επέθαινε με μια καρδιακή προσβολή, θα ήταν καλύτερα. Για δύο χρόνια τον έβλεπα να λιώνει… Ξέρεις τι σημαίνει; Λίγους μήνες πριν συμβεί το τέλος, του έλεγα: «Ρε Αντρέα, τον άλλο μήνα…». Εδιέκοπτέ με: «Μεν μιλάς για τον άλλο μήνα. Για τωρά μίλα μου». Το κακό εξεκίνησεν που το έντερο. Ο αδερφός μου είχε ευκοιλιότητα για εννιά μήνες, επήαιννεν στον γιατρό, του έδινε χάπια και του έλεγε πως είχε μικρόβιο στα έντερα. Τότε του είπα «πάμε να κάμουμε μια κωλονοσκόπηση», διότι εξεκίνησεν να χάνει βάρος. Εκεί ήταν που το εμάθαμεν.

Δηλαδή, την περίοδο της μεγάλης θεαματικότητας του «Μπρούσκο» σε Ελλάδα και Κύπρο, στο οποίο πρωταγωνιστούσατε, εσείς βιώνατε την πιο τραγική περίοδο της ζωής σας;

Έτσι ακριβώς! Ήταν πολύ δύσκολο… Αλλά δεν το έλεγα σε κανέναν, δεν το εξωτερίκευα και δεν είπα ποτέ «φεύγω που το γύρισμα γιατί ο αρφός μου είναι στο νοσοκομείο» – είμαι «στρατιώτης» στη δουλειά, το γνωρίζουν όλοι αυτό. Έπρεπε να αντλώ από μέσα μου δύναμη και να το αντιμετωπίσω… Άλλες φορές τα κατάφερνα, άλλες όχι.

Διαβάστε περισσότερα στο Down Town.

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS