ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

BEAUTY NEWS

CELEBRITIESΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣΣταύρος Σιδεράς: «Όλα τα άντεξα! Το μόνο που δεν άντεξα, είναι όταν...

Σταύρος Σιδεράς: «Όλα τα άντεξα! Το μόνο που δεν άντεξα, είναι όταν προδόθηκα από καλλιτέχνες που ευεργέτησα»

Ο συνθέτης, ερμηνευτής, παραγωγός, σκηνοθέτης, συγγραφέας -αεικίνητος όπως πάντα, εδώ και 40 περίπου χρόνια που δημιουργεί- σε μια σπάνια συνέντευξή του. 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ Κ. ΣΙΔΕΡΑ 

Η ανάγκη της επιβίωσης σάς οδήγησε στο τραγούδι, στη μουσική; Σχεδόν από τύχη βρεθήκατε σε αυτό το χώρο;
Ακριβώς όπως τα λέτε έχουν τα πράγματα. Από «σπόντα» έγινα καλλιτέχνης. Αμέσως μετά τον πόλεμο, αξιοποίησα την αγάπη που είχα από παιδί, να τραγουδώ και να γράφω τραγούδια, για να ξεπεράσω τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που όλοι αντιμετωπίζαμε το 1974, μετά την εισβολή. Το ένα έφερε το άλλο και στο τέλος έγινα επαγγελματίας τροβαδούρος.

Τα παιδικά σας όνειρα σε τι αφορούσαν;
Μεγάλωσα ακούγοντας τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Mamas and Papas…Επιπλέον, λάτρευα την soul μουσική των Αφροαμερικανών – της Aretha Franklin, του Wilson Picket, του Otis Redding…Την ίδια περίοδο όμως, ερωτεύτηκα και τις υπέροχες μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη του Μίμη Πλέσσα, του Γιάννη Σπανού, του Γιώργου Χατζηνάσιου, του Κώστα Χατζή. Πήρα, λοιπόν, μια κιθάρα και άρχισα να τραγουδώ τα πάντα. Πού να φανταζόμουν τότε πως κάποια στιγμή θα μου δινόταν η ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους αυτούς τους «θεούς» του ελληνικού πενταγράμμου. Ως παιδί πάντως, εννοείται πως μεγάλωσα παίζοντας ποδόσφαιρο, «λιγκρί» και «σκατούλικα», στις αλάνες της Λάρνακας…Όμορφα χρόνια – αμέριμνα, χαρούμενα, αβασάνιστα.

Δεν υπήρχε κάποιος στην οικογένειά σας που να ασχολείτο με την μουσική;
Πιστεύω πως το DNA μου για την μουσική, τα γράμματα και τις Τέχνες, το κληρονόμησα από την μητέρα μου, η οποία μαζί με τα δέκα της αδέλφια, δημιούργησαν το 1935 «θεατρικό θίασο» στα Καμπιά όπου μεγάλωσαν, και έδιναν παραστάσεις στο καφενείο του χωριού (χαμογελάει).

Εσείς, πότε βεβαιωθήκατε προσωπικά για το ταλέντο σας;
Στα δεκαεπτά μου χρόνια. Σε οντισιόν δισκογραφικής εταιρίας, στο Λονδίνο. Μαζευτήκαμε, θυμάμαι, καμιά διακοσαριά καλλιτέχνες σε μια μικρή αίθουσα, κι όταν τελείωσε η δική μου ακρόαση, με έκπληξη είδα τους υπόλοιπους καλλιτέχνες να σηκώνονται όρθιοι και να με χειροκροτούν. Η απρόσμενη αυτή «αναγνώριση» μού έδωσε το δικαίωμα να αρχίσω να ονειρεύομαι. Κι έτσι, μόλις αποστρατεύτηκα, με δανεικά λεφτά, πέταξα στο Σικάγο όπου εμφανιζόταν ο παιδικός μου φίλος, Δώρος Γεωργιάδης, κι έπιασα δουλειά στο κέντρο που τραγουδούσε, με 200 δολάρια την βδομάδα…

Τι ήταν αυτό που πιστεύετε πως έδωσε ώθηση στην πορεία σας ώστε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 αλλά και αργότερα, του ’90, να είστε ένας από τους πιο προβεβλημένους καλλιτέχνες στην Κύπρο, αλλά και ευρύτερα στον ελλαδικό χώρο;
Το γεγονός πως επέτρεψα στον εαυτό μου να βάζει πάντα ψηλά τον πήχη· να κάνει όνειρα! Χωρίς κανένα «σιδηρούν παραπέτασμα» ή σύνορο. Σαν τον Δον Κιχώτη, κυνηγούσα ανεμόμυλους, χίμαιρες και άπιαστα όνειρα! Και ποτέ μου, να ξέρεις, δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, συνεχίζω να κτίζω πύργους στην άμμο.

Τελικά, ο Διαγωνισμός Τραγουδιού της Eurovision, κι εκείνο το -αθώο εκείνα τα χρόνια- «Η αγάπη ακόμα ζει», ήταν το «εισιτήριο» για όσα μετέπειτα σπουδαία ακολούθησαν;
Όχι, ακριβώς. Η Eurovision ήταν ένα ακόμα βήμα. Πολύ πριν την Eurovision, ωστόσο, τρείς μήνες αφότου άρχισα να τραγουδώ, είχα υπογράψει δύο συμβόλαια: Ένα με την EMI στο εξωτερικό και ένα με την Polygram Records, στη Ελλάδα. Βραβεύτηκα δύο φορές στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης και ευτύχησα να συνεργαστώ με τους πιο αξιόλογους συνθέτες και στιχουργούς της Ελλάδας. Επιπλέον, το πρώτο μου κινηματογραφικό σενάριο, το «Leroy & Richard», πουλήθηκε στην Paramount Pictures, και η πρώτη ροκ όπερα που έγραψα, σε μουσική του Δώρου Γεωργιάδη, «The Archon», ανέβηκε στο Civic Theatre του Γιοχάνεσμπουργκ.

Αλήθεια, πώς ήταν εκείνα τα πρώτα χρόνια της καριέρας σας για σας;
Πρωτόγνωρες εμπειρίες ευτυχίας που φέρνει το παραλήρημα του θαυμασμού, της αποδοχής και της αναγνώρισης. Δυστυχώς, παράλληλα με την στιγμιαία απογείωση και το φτεροκόπημα που φέρνει την επιτυχία, σε προσγειώνει το «θάψιμο» και οι κακόβουλες επικρίσεις από γνωστούς και άγνωστους. Που με μια μονοκοντυλιά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, προσπαθούν να ισοπεδώνουν και να μηδενίσουν την επιτυχία σου. Προφανώς πιστεύοντας πως «πατώντας» πάνω στο δικό σου «πτώμα» θα «ψηλώσουν» αυτοί μια ίντσα ακόμα. Όλα τα άντεξα! Το μόνο που δεν άντεξα, είναι όταν προδόθηκα από καλλιτέχνες που ευεργέτησα… Αλλά, ασφαλώς, και υπήρξαν άνθρωποι που στάθηκαν δίπλα μου, που με βοήθησαν: Ο Δώρος Γεωργιάδης στην αρχή-αρχή της καριέρας μου, η Σώτια Τσώτου, ο Μίμης Πλέσσας, ο Κώστας Χατζής, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, η Άννα Βίσση, ο Νίκος Καρβέλας, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Μάριος Τόκας, ο Χρίστος Νικολόπουλος και πολλοί άλλοι με τους οποίους ευτύχησα να συνεργαστώ…

Τι θυμάστε από όλους αυτούς;
Α, είναι πολλά. Τι να πρωτοθυμηθώ; Στην αρχή-αρχή της καριέρας μου, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1976, γνώρισα για πρώτη φορά τον Μίμη Πλέσσα. Ήρθε κοντά μου, με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε: «Αγορίνο μου, μπράβο! Θα πάρεις το πρώτο βραβείο!». Αυτό σήμανε και την αρχή μιας πολύ σημαντικής φιλίας και της συνεργασίας μου με αυτόν τον θαυμάσιο άνθρωπο και τεράστιο καλλιτέχνη… Άλλη μια όμορφη ανάμνηση από τα πρώτα μου βήματα, είναι η αγάπη που μου έδειχνε ο Κώστας Χατζής, ο οποίος κάθε βράδυ με παρουσίαζε στην μπουάτ που τραγουδούσε, ως «τον πιο σημαντικό νέο καλλιτέχνη της Ελλάδας…». Μόλις είχα παντρευτεί, θυμάμαι. Και τα έπιπλα στο σπίτι μας ήταν όλα πλαστικά – τα είχα αγοράσει 350 δραχμές από το Μοναστηράκι (γελάει). Μια δυο φορές την εβδομάδα, λοιπόν, ο Κώστας περνούσε από το «φτωχικό» μας φέρνοντας μαζί του και την κιθάρα του. Μου τραγουδούσε, μ’ αυτή την υπέροχη βραχνή του φωνή, κάνοντας με να ριγώ από συγκίνηση. Κι αφού έβλεπε τα δάκρυα να τρέχουν απ’ τα μάτια μου έφευγε, ζητώντας μου να του γράψω στίχους (χαμογελάει).

Ακολούθησαν πολλές άλλες όμορφες συνεργασίες, όπως η συνεργασία μου με τον Γιώργο Χατζηνάσιο, και τις παραστάσεις που δώσαμε στο κέντρο «Πειρασμός» στην Λευκωσία: «Χατζηνάσιος-Σιδεράς, σε δύο πιάνα». Μια παράσταση η οποία άφησε εποχή… Μία επίσης ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή, η οποία είναι βαθιά χαραγμένη στην μνήμη μου, είναι η χειρονομία του καλού μου φίλου και συνεργάτη, Μάριου Τόκα, ο οποίος μου χάρισε την φυσαρμόνικα που χρησιμοποίησε στο στούντιο για να ηχογραφήσει την μεγάλη του επιτυχία, «Αννούλα του Χιονιά». Στο τέλος, λοιπόν, των 63 παραστάσεων που δώσαμε, παρουσιάζοντας το μιούζικαλ «Τα Τραγούδια μου», που έγραψα και σκηνοθέτησα με πρωταγωνιστή τον Μάριο, δήλωσε δημόσια: «Θέλω να ευχαριστήσω τον φίλο μου, Σταύρο Σιδερά, που μου χάρισε μία από τις πιο όμορφες στιγμές στην καριέρα μου…». Την έχω φυλάξει ως κάτι πολύτιμό μου την φυσαρμόνικα αυτή και όταν, κάπου-κάπου, τραγουδώ την «Αννούλα του Χιονιά», αρχίζω πάντα το τραγούδι αυτό με την φυσαρμόνικα του Μάριου…(συγκινείται).

Αντίστοιχα, από τις τόσες συνεργασίες σας στο εξωτερικό, τι θα μου αναφέρατε;
Στο εξωτερικό συνεργάστηκα με τον σκηνοθέτη και χορογράφο της Walt Disney, Derick Lasalla, με τον Mic Thompson, χορογράφο του Michael Jackson και της Dianna Ross, με τον Weyman Thomson, πρωταγωνιστή, σκηνοθέτη και χορογράφο στο Broadway, με τον John Glen, σκηνοθέτη πέντε ταινιών James Bond, με την Stephanie Block, μία από της πιο σημαντικές φωνές του Broadway, με τον Tim Molyneux, παραγωγό στο Las Vegas, και με πολλούς άλλους τους οποίους δεν αναφέρω για να μην σας κουράσω…

Και τα μιούζικαλ, πώς μπήκαν στην ζωή σας; Και εκεί πολύ μεγάλες επιτυχίες…
Όπως σας έχω ήδη ανέφερει, το πρώτο μιούζικαλ που έγραψα ήταν το «The Archon», το οποίο σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Νότια Αφρική. Μιλάμε για μια παραγωγή των 15 εκατομμυρίων δολαρίων, με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό ήταν και το έναυσμα να αφήσω το τραγούδι για να ακολουθήσω έναν πολύ πιο δύσκολο δρόμο: Αυτόν του μουσικού θεάτρου. Αρχικά, σαν λιμπρετίστας και στη συνέχεια σαν συνθέτης, παραγωγός και σκηνοθέτης.

Ακόμη και ενώπιον της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’ παρουσιάσατε δουλειά σας, διάβασα κάπου…
Αυτό κι αν ήταν θαύμα! Ο τότε υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου, Ντίνος Μιχαηλίδης, μου ζήτησε να γράψω ένα έργο με σκοπό να το παρουσιάσουμε στο gala dinner που θα έδινε η Κύπρος, φιλοξενώντας την Βασίλισσα της Αγγλίας, 47 Αρχηγούς Κρατών της Κοινοπολιτείας και 2000 άλλους ξένους, πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Μέσα σε τέσσερις βδομάδες λοιπόν, έγραψα το λιμπρέτο, συνέθεσα την μουσική, ηχογράφησα το playback με συμφωνική ορχήστρα στην Αθήνα, και με πρωταγωνιστές την Άννα Βίσση, την σοπράνο-ηθοποιό, Μπέσυ Μάλφα, τον Λάμπη Λιβιεράτο, και μια παρέα νεαρών χορευτριών από την Κύπρο – ολοκλήρωσα έτσι την παραγωγή, σκηνικά, κοστούμια κ.λπ, και σκηνοθέτησα την μονόπρακτη όπερα «Ωδή στους Θεούς»…Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, λόγω της πίεσης του χρόνου, στο τέλος της ημέρας οι κόποι μας επιβραβεύτηκαν με standing ovation.

Με αυτή την πορεία που έχετε διαγράψει στο εξωτερικό, αισθάνεστε πως είχατε παραγκωνιστεί σε περίοδους της καριέρας σας από τους συμπατριώτες σας; Ουδείς «προφήτης» στον τόπο του;
(Γελάει) Πιστεύω πως με εκτιμούν περισσότερο στο εξωτερικό παρά στην Κύπρο. Στην Αγγλία, ο Michael O’ Sullivan, πρόεδρος της Paramount Pictures της Ευρώπης επέλεξε να υποστηρίξει το σενάριο μου, «Poets never die», με 25 εκατομμύρια δολάρια. Ο John Glen, σκηνοθέτης πέντε ταινιών James Bond, ενθουσιασμένος από το σενάριο, δέχτηκε να το σκηνοθετήσει. Και, μαζί του, δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην παραγωγή και οκτώ καλλιτέχνες που είχαν βραβευτεί με Όσκαρ. Στην Αμερική, πρωταγωνιστές του Broadway, παραγωγοί του Las Vegas, χορογράφοι και σκηνογράφοι της Walt Disney, με αγαπούν, με εκτιμούν και έχουν να πουν τα καλύτερα για μένα…Ακόμα και στην Ελλάδα, εκτός από την αναγνώριση που έχω από τους πλείστους επώνυμους καλλιτέχνες, γνώρισα μία από τις πιο έντονες συγκινήσεις στην ζωή μου όταν ο πρώην Πρόεδρος του Ελληνικού κράτους, ο Προκόπης Παυλόπουλος, με κάλεσε στο γραφείο του και με αποκάλεσε «έναν από τους πιο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της Κύπρου».

Νιώθω, ωστόσο, πως στην Κύπρο, η όλη προσφορά μου στα γράμματα και στις Τέχνες, λίγο πολύ έχει περάσει σε «ψιλά γράμματα». Με εξαίρεση, βέβαια, την αγόρευσή μου σε επίτιμο καθηγητή από το Alexander College· τίτλος ο οποίος με τιμά ιδιαίτερα. Πιστεύω, όμως, πως αυτό το «φαινόμενο» δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τον Σταύρο Σιδερά ή οποιοδήποτε άλλο καλλιτέχνη, αλλά από την έλλειψη εκτίμησης και σεβασμού στον πολιτισμό και στους «εργάτες» των γραμμάτων και της Τέχνης από την Πολιτεία και τους γραφειοκράτες που διαχειρίζονται τα κονδύλια του πολιτισμού. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, άνθρωποι άσχετοι με τον χώρο αυτό κινούν τα νήματα, παίρνουν αποφάσεις, και ζουν με την ψευδαίσθηση πως ακριβοπληρώνοντας ένα λαϊκό τροβαδούρο, τον οποίο καλούν να έρθει από την Ελλάδα, υπηρετούν τον πολιτισμό της Κύπρου. Επιπρόσθετα, με λύπη μου είδα πως στον προγραμματισμό του ΚΟΤ για την επόμενη σεζόν, πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη «πολιτισμός». Φαίνεται πως η λέξη αυτή, είναι -κι αυτή- «εκλιπούσα» από το «γλωσσάρι» των πολιτικών μας. Κρίμα! Έχουμε τόσα πολλά να δώσουμε…

Σε σχέση με τους Κύπριους τραγουδιστές, με τους οποίους συνεργάστηκατε κατά καιρούς και «αλληλοβοηθηθήκατε» στην καλλιτεχνική σας διαδρομή, για τους οποίους δεν μου έχετε αναφέρει κάτι μέχρι τώρα, σήμερα ποια είναι η σχέση σας – π.χ. με την Άννα Βίσση, την Κωνσταντίνα, την Αλέξια κ.α;

Διατηρώ φιλικές σχέσεις με όλους… Εξ αποστάσεως! (γελάει).

Το «τίμημα» σ’ αυτή την σπουδαία διαδρομή που έχετε κάνει, ποιο ήταν τελικά, κύριε Σιδερά; Η προσωπική σας ζωή ερχόταν σε δεύτερη μοίρα όλα αυτά τα χρόνια που προηγήθηκαν;
Τα πράγματα δεν ήσαν καθόλου εύκολα. Δεν γίνεσαι γνωστός από την μια στιγμή στην άλλη. Έπρεπε να δουλέψω. Να εξασφαλίσω πως η γυναίκα μου και τα παιδιά μου θα είχαν ό,τι χρειαζόντουσαν για να ζήσουν μια άνετη ζωή. Και, ναι, υπήρξαν βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την ανασφάλεια που ένιωθα! Αρκετές φορές, επίσης, χρειαζόταν να ταξιδέψω – για τους «Δαίμονες» π.χ χρειάστηκε να απουσιάσω από το σπίτι μου περισσότερους από τρεις μήνες. Μια άλλη φορά, πήγα περιοδεία στην Νότια Αφρική· κράτησε ένα μήνα… Πήγα στην Αυστραλία να γυρίσω ντοκιμαντέρ, στην Αμερική για την ταινία μου…Αναπόφευκτα, η συχνή απουσία μου μακριά από την οικογένειά μου, όντως είχε το τίμημά της…

Τα τελευταία χρόνια αισθανθήκατε ποτέ παραγκωνισμένος – από τη δισκογραφία, από την μουσική γενικότερα, από τα media και τους συμπατριώτες σας;
Ποτέ δεν αισθάνθηκα παραγκωνισμένος, για τον απλούστατο λόγο πως την «τύχη» μου την καθόριζα πάντα μόνος μου. Δεν περίμενα -και δεν περιμένω- από κανένα να μου ανοίξει οποιαδήποτε πόρτα. Θα πω κάτι κι ας ακουστεί αυτάρεσκο κι εγωιστικό: Νιώθω πολύ περήφανος γιατί, στα σαράντα χρόνια που «άγω τις ψυχές των ανθρώπων», αυτός που άνοιγε πόρτες για να δώσει δουλειά και να βοηθήσει νέους καλλιτέχνες ήμουν εγώ, και όχι το αντίθετο…

Σήμερα, πώς είναι η καθημερινότητά σας;
Αφού ετοιμάσω τον καφέ μου, στην συνέχεια, για τέσσερεις-πέντε ώρες, ή κάθομαι στο πιάνο να συνθέσω, ή «τσακώνομαι» με τον συγγραφέα Σταύρο Σιδερά, ο οποίος προσπαθεί να ολοκληρώσει το καινούριο του βιβλίο, που φέρει τον τίτλο «Ο αναθρεφτός» (χαμογελάει).
Το «καινούργιο» που θα θέλατε να φέρετε από εδώ και πέρα -ως ένας άνθρωπος που ποτέ δεν εφησυχάζει- ποιο είναι; Έχετε απωθημένα;
Απωθημένα, όχι. Προσδοκίες, ναι! Συνεχίζω να αγωνίζομαι να γυρίσω σε ταινία το βραβευμένο μου βιβλίο, «Poets Never Die», και να ανεβάσω στο θέατρο μια όπερα που έχω γράψει βασισμένη στην ζωή της Μαρίας Κάλλας, η οποία φέρει τον τίτλο «Callas: The Finale Encore». Το ταξίδι για την «Ιθάκη» ποτέ δεν σταματά! Και, ευτυχώς, στο ταξίδι μου αυτό δεν είμαι μόνος. Συνεπιβάτες έχω, από το Λος Άντζελες, την παραγωγό μου, Kim Matuka, και από την Κύπρο, τον φίλο και συμπαραγωγό μου, Γιάννο Γεωργιάδη.

Από όλα αυτά που μου αναφέρατε προηγουμένως, ποιο πιστεύετε πως είναι το μεγαλύτερό σας επίτευγμα στην μεγάλη αυτή διαδρομή σας;
Νομίζω, η συνέντευξη που πήρα από τον Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος αποδέχτηκε πως «οι αγνοούμενοι της Κύπρου σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους εισβολείς», μιας και βοήθησε να προβληθεί το τεράστιο αυτό πρόβλημα των αγνοουμένων της Κύπρου διεθνώς: Πρώτη είδηση σε CNN, BBC, Euronews New York Times κ.λπ. Και, τελευταία, η συμβολή μου στην δημιουργία του μη κερδοσκοπικού ομίλου «Χάρισμα», το οποίο βοηθά ταλαντούχους καλλιτέχνες με «ιδιαίτερα» χαρίσματα, όπως είναι η μικρή Νεφέλη.

Και κάτι τελευταίο – που γράφτηκε ως «παραπολιτικό» πριν από λίγες μέρες: Είναι αλήθεια πως θα είστε υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου;
…Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά (χαμογελάει).

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS