OMIKRONΧριστιάνα Συκοπετρίτου-Κυριακίδου: Her Chic Dish

Χριστιάνα Συκοπετρίτου-Κυριακίδου: Her Chic Dish

Η food blogger και συνεργάτιδα των Χρυσών Συνταγών φωτογραφίζεται στο σπίτι της και μας μιλά για το πάθος της για τη γαστρονομία, την αγάπη της για ταξίδια, τα παιδικά χρόνια στην Λεμεσό, που συνεχώς αλλάζει, και τις αναμνήσεις με τη μητέρα της, Τούλα, που υπήρξε μια από τις πιο γνωστές προσωπικότητες της πόλης.

Από την Νταϊάνα Αζά
Φωτο: Δημήτρης Βαττής – Styling: Shona Muir

Πότε άρχισε η ενασχόλησή σου με τη μαγειρική;
Η οικογένειά μου είχε μια σχέση λατρείας με το φαγητό. Ήταν πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεών τους και ήταν η καλύτερη αφορμή για να συναντιούνται. Από μικρή θυμάμαι να βλέπω με προσοχή τι έκαναν οι μαμάδες, οι θείες και οι γιαγιάδες στην κουζίνα. Όταν πήγα για σπουδές στο Λονδίνο, το 1986, άρχισα να το βλέπω πιο σοβαρά. Τότε ήταν που άρχισα να δημιουργώ τα δικά μου πιάτα και να απολαμβάνω κάθε στιγμή της διαδικασίας. Ενώ οι φίλοι μου έκαναν βόλτες στην πόλη, εγώ πήγαινα σπίτι για να μαγειρέψω! Το έβρισκα πολύ δημιουργικό γιατί τότε στην Κύπρο δεν υπήρχαν τα υλικά που έβρισκα στην Αγγλία. Με ενθουσίαζαν τα συνοικιακά σουπερμάρκετ, τα ντελικατέσεν, τα food halls μέσα στα μεγάλα καταστήματα, οι υπαίθριες αγορές, όλα άγνωστα μέχρι τότε για μένα. Από τότε συνεχίζω να μαγειρεύω στο σπίτι καθημερινά για την οικογένειά μου, τον Χάρη και την Ιωάννα μου, κάτι που εξελίχθηκε σε μια ευχάριστη δέσμευση μετά από τη δημιουργία του @mychicdish στο Instagram.

Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη σελίδα;
Πριν καν να υπάρχει το Instagram, σε όποιο εστιατόριο κι αν πήγαινα φωτογράφιζα τα πιάτα με τα καλοστημένα φαγητά, δημιουργώντας έτσι ένα μεγάλο πορτφόλιο από καλλιτεχνικές φωτογραφίες. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να κάνω κριτική εστιατορίων, γράφοντας τα θετικά και τα αρνητικά, κυρίως για να βοηθώ στη βελτίωσή τους. Σταδιακά όμως η σελίδα εμπλουτίστηκε με τις φωτογραφίες των δικών μου φαγητών, τα οποία ενθουσίασαν τους followers, όπως φάνηκε μέσα από σχόλια, likes και μηνύματα. Η αγάπη του κόσμου με οδήγησε να επικεντρωθώ στα δικά μου πιάτα.

Sykopetritixx

Μέσα από τη στήλη σου στις Χρυσές Συνταγές, παρουσιάζεις κάθε βδομάδα μια δική σου συνταγή. Τι σε ενθουσιάζει πιο πολύ στη διαδικασία;
Η στήλη μου φαίνεται να έχει μεγάλη ανταπόκριση. Το εισπράττω από το κόσμο που με προσεγγίζει στον δρόμο ή στο σουπερμάρκετ, κυρίες και κύριοι που αγαπούν τη μαγειρική, με θετικά και ενθαρρυντικά σχόλια. Μου αρέσει να γράφω εκείνο το μικρό εισαγωγικό κείμενο, αφού η λογοτεχνία και η γραφή ήταν πάντα η άλλη μου μεγάλη αγάπη, όπως και η φωτογραφία. Στο @mychicdish έχουν συνδυαστεί όλα άψογα, η μαγειρική, η γραφή και η φωτογραφία.

Ποιά είναι τα πιο δημοφιλή σου πιάτα;
Η αστακομακαρονάδα, η παέγια ή κάποιο ριζόττο με θαλασσινά. «Πολυτελείς» συνταγές που πλέον δεν είναι απρόσιτες, αφού ο καθένας μπορεί να βρει τα υλικά και να τις φτιάξει μόνος του για να τις απολαύσει στο σπίτι. Βέβαια και τα παραδοσιακά φαγητά έχουν τεράστια απήχηση, όπως το κολοκάσι, οι πούλλες, τα μακαρόνια του φούρνου, τα κουπέπια, τα γεμιστά ή το λουβί . Ο κόσμος αγαπά και τιμά την παραδοσιακή κουζίνα.

Η νέα γενιά μαγειρεύει;
Ναι, και τα αγόρια και τα κορίτσια. Η εποχή του fast food έχει κουράσει και αυτή η γενιά θέλει να επιστρέψει στο σπιτικό φαγητό. Νεαρά παιδιά μού στέλνουν μηνύματα για να με ρωτήσουν μια τεχνική λεπτομέρεια και χαίρομαι πάρα πολύ γιατί τιμούν τη συνταγή μου, προσπαθώντας να φτιάξουν κάτι μόνοι τους. Παλιά ήταν δεδομένο πως οι γυναίκες έπρεπε να ξέρουν να μαγειρεύουν. Κάποιες ήταν πολύ καλές, κάποιες μέτριες και κάποιες καθόλου καλές, αλλά ήταν υποχρεωτικό, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα. Τώρα οι νέοι δεν είναι υποχρεωμένοι να μαγειρεύουν, εφόσον έχουν τόσες άλλες επιλογές, γι’ αυτό και εκτιμώ ιδιαίτερα αυτούς που το κάνουν.

Πώς εμπνέεσαι κάθε φορά μια νέα συνταγή;
Από τα υλικά ή κάτι που θα δω στο Instagram, να διαβάσω σε ένα βιβλίο μαγειρικής ή να δοκιμάσω σε κάποιο εστιατόριο και θέλω να τα φτιάξω με τον δικό μου τρόπο. Συνήθως αυτοσχεδιάζω, δεν μετρώ και δεν χρησιμοποιώ μεζούρες, γι’ αυτό και δεν ασχολούμαι και τόσο με τη ζαχαροπλαστική που απαιτεί ακρίβεια. Η μαγειρική πιστεύω δεν έχει σωστό ή λάθος. Βλέπεις, γεύεσαι και αποφασίζεις. Μελετώ, βέβαια, τα βιβλία, αλλά και το διαδίκτυο και διασταυρώνω συνταγές. Μου αρέσει επίσης να ερευνώ την παραδοσιακή κουζίνα και τη ρετρό μαγειρική. Να ψάχνω τι έκαναν οι γιαγιάδες και οι θείες μέσα από συνταγές ανεκτίμητης αξίας. Μου κάνει εντύπωση πόσο «αθώα» ήταν τα φαγητά παλαιότερα και πόσο απλοϊκή ήταν η προσέγγιση στη μαγειρική. Ακόμα και ο Τσελεμεντές που μου έδωσε η μητέρα μου και τον ανοίγω καμιά φορά, έχει μια αθωότητα σε ό,τι αφορά τις συνταγές, τα υλικά και τις μεθόδους, σε σχέση με σήμερα που η μαγειρική έχει γίνει μια επιστήμη πολύπλοκη και πολυδιάστατη.

Η δική σου γιαγιά τι έφτιαχνε;
Θυμάμαι πως έφτιαχνε τους πιο ωραίους κεφτέδες, ένα ολόκληρο κοτόπουλο που τηγάνιζε σε βαθιά κατσαρόλα, αλλά και Σαβόρο, που είναι τηγανητά μπαρμπούνια βυθισμένα μέσα σε χυλό από ξύδι, αλεύρι, λάδι και σκόρδο, με κλωνάρια δεντρολίβανου, ένα πιάτο που είχαμε τακτικά στο σπίτι. Η κυπριακή κουζίνα με τα χρόνια έχει αλλάξει, κυρίως για λόγους υγιεινής διατροφής, αφού παλιά ήταν βασισμένη στη χρήση λίπους και στα ζωικά παράγωγα. Τώρα που αποφεύγουμε πολλά από αυτά, βλέπω ότι η κυπριακή κουζίνα γίνεται πιο σύγχρονη και ταυτίζεται περισσότερο με την ευρωπαϊκή.
Ποιες αναμνήσεις έχεις από τα παιδικά και εφηβικά σου χρόνια στη Λεμεσό;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή της Καθολικής, στην καρδιά της Λεμεσού. Μια πόλη όμορφη, με κόσμο αγαπημένο, με έντονο το συναίσθημα της αλληλεγγύης. Πήγα δημοτικό το 1974, οπότε άλλαξε κι εμένα τότε ο κόσμος μου. Υπήρχε μια κατάθλιψη εκείνη την εποχή. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε, παρά μόνο ότι κάτι γινόταν στο οποίο έπρεπε όλοι υπεύθυνα να προσαρμοστούμε, βοηθώντας τους συμμαθητές μας που ήρθαν από κάπου αλλού.

Πού σύχναζες στην εφηβεία σου;
Πέρασα την εφηβεία μου τη δεκαετία του ‘80 και η «τουριστική» ήταν τότε στο απόγειό της, οι δισκοθήκες, οι καφετέριες, ο Ναυτικός Όμιλος. Ο πατέρας μου, ο Γιαννάκης, είχε για χόμπι του το ψάρεμα και πηγαίναμε σχεδόν πάντα μαζί. Να αναφέρω και τις Πλάτρες όπου έζησα ένα μεγάλο μέρος της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας. Είχα πολλή ελευθερία από τους γονείς μου, μου είχαν εμπιστοσύνη, αλλά δεν το εκμεταλλεύτηκα ποτέ. Ήμουν πάντα «καλό παιδί»!

Ποια είναι η άποψή σου για τη σημερινή μορφή της Λεμεσού;
Δεν είμαι πολύ χαρούμενη για την οικοδομική ανάπτυξη, παρόλο που αναγνωρίζω πως για κάποιους προσφέρει ωραίο θέαμα και νέες προοπτικές. Δεν νιώθω, όμως, ότι είναι η πόλη στην οποία μεγάλωσα, που γύριζα με το ποδήλατο ή το πατίνι μου και πήγαινα παντού με τα πόδια ή με το μηχανάκι μου στο γυμνάσιο, που τους γνώριζα όλους, που θα χαιρετούσα όλη τη γειτονιά. Οι εποχές βέβαια αλλάζουν, αλλά εγώ δεν νιώθω πια και τόσο άνετα στο τόπο μου. Δεν νομίζω πως στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις βιώνουν τις αλλαγές σε τέτοιο βαθμό, αφού εκεί διατηρούν τον οικιστικό τους χαρακτήρα. Εδώ έγινε γρήγορα, απότομα και κάπως παράδοξα.

Η μητέρα σου, Τούλα Συκοπετρίτου, ήταν μια από τις πιο αγαπητές και γνωστές προσωπικότητες της πόλης. Ένιωθες περήφανη μεγαλώνοντας γι’ αυτήν;
Ήμουν και είμαι πολύ περήφανη για την προσφορά, τη δράση της και την προσωπικότητα της. Ακόμα εισπράττω την αγάπη του κόσμου γι’ αυτήν. Η μητέρα μου ξεκίνησε την πορεία της σε μια κοινωνία όπου ήταν δύσκολο για τις γυναίκες να γίνουν και να κάνουν κάτι, αλλά κατάφερε να γίνει αποδεκτή και να επιτύχει σε πάρα πολλούς τομείς. Και όλα μέσα από τις αξίες και την επιθυμία της να βοηθά και να προσφέρει. Πιστεύω πήρε την αναγνώριση που της άξιζε. Ήταν δημοτική σύμβουλος για 20 χρόνια και για μια περίοδο Αντιδήμαρχος Λεμεσού. Ήταν βέρα Λεμεσιανή και αγαπούσε πραγματικά την πόλη της. Προσπαθούσε πάντα για την ευημερία της Λεμεσού σε εποχές μεγάλων αλλαγών. Αδυναμία της, όμως, ήταν το καρναβάλι.

Τι κλίμα επικρατούσε στο σπίτι την περίοδο εκείνη του χρόνου;
Η προετοιμασία ξεκινούσε μήνες πριν. Αφετηρία ήταν η ιδέα για τα άρματα, η οποία προέκυπτε μέσα από έρευνες, εγκυκλοπαίδειες, αποκόμματα περιοδικών και από τα ταξίδια της, που αποτελούσαν τη κύρια πηγή έμπνευσης. Γι’ αυτό και πολλά από τα θέματά είχαν να κάνουν με κάποια χώρα, το λαό και τη κουλτούρα της. Όποιο Λεμεσιανό κι αν ρωτήσεις, σίγουρα θα σου πει πως έχει λάβει μέρος σε ένα από τα άρματα της Τούλας. Ήταν πολύ δημιουργική, μια πραγματική καλλιτέχνις! Έφτιαχνε πολλά αξεσουάρ και αντικείμενα μόνη της, παρέα με φίλους και συνεργάτες και βοηθούσαμε κι εμείς φυσικά. Κάπως έτσι προέκυψε η αγάπη μου για τα κουστούμια που με οδήγησε να σπουδάσω Fashion Design, History of Art και Costume History. Αυτό μου το κληροδότησε η μητέρα μου.

Sykopetritix1

Οι γονείς σου δεν είχαν ενστάσεις για αυτό το όνειρό σου, για τα δεδομένα της τότε εποχής;
Δεν ήθελα να γίνω ούτε δικηγόρος, ούτε γιατρός, ήθελα να σπουδάσω Ιστορία της Τέχνης και Σχέδιο Μόδας στο Λονδίνο. Οι γονείς μου το δέχτηκαν, παρόλο που δεν ήταν ένα δημοφιλές course για την εποχή και δεν θα μου απέφερε τίποτα το ουσιαστικό, παρά μόνο γνώσεις. Όταν επέστρεψα, άνοιξα μια μπουτίκ/εργαστήριο και δημιουργούσα βραδινά φορέματα, νυφικά και κουστούμια για θεατρικές παραστάσεις και μπαλέτα. Πολλές Λεμεσιανές έρχονταν στην « Όπερα» και ακόμα μέχρι και σήμερα μου λένε πως έχουν τα φορέματα που τους σχεδίασα, αφού ήταν διαχρονικά.

Πώς ήταν τα χρόνια που πέρασες ως φοιτήτρια στο Λονδίνο;
Έφυγα για σπουδές πολύ μικρή, στα 17,5 μου, και παρόλο που ήδη κάναμε οικογενειακώς ταξίδια, το να πάω μόνη μου σε ένα άλλο μέρος, σε ένα σπίτι και να είμαι αυτόνομη, ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα. Άνοιξαν οι ορίζοντές μου και μπήκαν σε εφαρμογή όλα όσα άκουγα και περίμενα. Πήγαινα σε θέατρα, μουσεία, μιούζικαλ και, φυσικά, σε εστιατόρια – ου άρεσε να εξερευνώ σχεδόν τα πάντα! Μέχρι και σήμερα όταν πηγαίνω στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, δεν υπάρχει περίπτωση να μην παρακολουθήσω κάποιο μιούζικαλ, έχω πολλή ενέργεια στα ταξίδια μου!

Τι κάνεις σε κάθε προορισμό που επισκέπτεσαι σήμερα;
Ταξιδεύω συχνά, σε ευρωπαϊκούς κυρίως προορισμούς, παρόλο που έχω κάνει ταξίδια και στη Βόρεια και Νότια Αμερική και διάφορες χώρες της Βορείου Αφρικής. Σε όποιο προορισμό κι αν πάω, δεν εστιάζω σε ψώνια ή αξιοθέατα πια. Θα προτιμήσω το πιο ωραίο εστιατόριο της πόλης. Όχι απαραίτητα το πιο ακριβό ή αριστοκρατικό, δεν κυνηγώ τα Michelin. Όταν λέω ωραίο, εννοώ το αυθεντικό. Εκεί όπου θα πάνε οι ντόπιοι, που δεν θα πάνε οι τουρίστες, που θα γευτώ το αντιπροσωπευτικό φαγητό του τόπου.

Πώς κάνεις την έρευνά σου; Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί λένε την αλήθεια;
Θυμάμαι παλιά τον εαυτό μου στο αεροπλάνο, να κρατάει ένα βιβλιαράκι Berlitz και να σημειώνει αξιοθέατα, τοποθεσίες και βεβαίως εστιατόρια. Φτάνοντας όμως , προτιμούσα να ρωτώ τους ντόπιους που συναντούσα στο δρόμο, υπαλλήλους στο ξενοδοχείο ή πωλητές σε καταστήματα οι οποίοι με βοηθούσαν να ανακαλύψω πιο αυθεντικά μέρη, πιο «μυστικά», που δεν βρίσκεις στους οδηγούς, που τα ξέρουν μόνο οι ντόπιοι και οι καλοφαγάδες.

Sykopetritou2

Ποια είναι τα κορυφαία εστιατόρια στη λίστα σου;
Είναι αμέτρητα! Παντού υπάρχουν τα διαχρονικά που πηγαίνω ξανά και ξανά, αλλά και καινούργια, πολύ trendy, όπως το Amazonico στο Λονδίνο, με αυθεντική βραζιλιάνικη κουζίνα και ζωντανή latin μουσική. Τελευταία, στο Παρίσι επισκέφτηκα το Le Train Bleu, ένα πανέμορφο ιστορικό εστιατόριο που λειτουργεί εδώ και 100 χρόνια και βρίσκεται σε ένα σταθμό τρένου. Αν και πολυσύχναστο, μου έκανε εντύπωση το ποιοτικό φαγητό. Στη Ρώμη λατρεύω το Pier Luigi, σε μια πλατεία κοντά σε μια εκκλησία, όπου κάθεσαι και ακούς τις καμπάνες να χτυπούν. Δεν ξεχνώ ένα περιστρεφόμενο εστιατόριο σε ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης, ούτε μια ταβέρνα με κρεατικά στην Αργεντινή, στη Βηρυτό το Em Sherif, όπου σου φέρνουν αμέτρητα πιάτα . Το πιο ωραίο σουβλάκι όμως, το έφαγα στις Βρυξέλλες σε ένα ελληνικό μαγαζάκι!

Ποια ήταν η πιο όμορφη εμπειρία που απέκτησες;
Τα ταξίδια στην κεντρική Ευρώπη με το τρένο, να πηγαίνω από τη μία πόλη στην άλλη, να βρίσκω άγνωστα χωριουδάκια και να κατεβαίνω, να περπατώ χωρίς προορισμό. Εκεί βρίσκεις τα πιο ψαγμένα gastro pubs. Μου αρέσουν πολύ οι περιηγήσεις με το τρένο.

Αν έπρεπε να ξεναγήσεις κάποιον ξένο στην πόλη σου,τι θα ήθελες να δει οπωσδήποτε;
Θα ήθελα οπωσδήποτε να δει και να περπατήσει σ τη παλιά πόλη, στο κέντρο της Λεμεσού, όπου υπάρχουν ακόμα οι παλιές εκκλησίες και τα παλιά κτίρια. Κάποια από αυτά αναπαλαιώθηκαν σωστά και έγιναν εστιατόρια, με σεβασμό στην ιστορία, τον χαρακτήρα και την ηλικία τους, όπως στην περιοχή του Κάστρου και στην Αγίου Ανδρέου. Θα ήθελα επίσης να δει τη θάλασσα της Λεμεσού αγριεμένη μια χειμερινή μέρα, ένα μοναδικό θέαμα που πάντα με συναρπάζει. Τέλος, θα ήθελα να επισκεφθεί μια παραδοσιακή ταβέρνα αλλά και ένα λαμπερό εστιατόριο σε ένα από τα πολυτελή παραλιακά μας ξενοδοχεία. Τα δυο άκρα μπορούν και συνυπάρχουν αρμονικά στη Λεμεσό.

Περιοδικό “Omikron”, τεύχος 297.

ΣΧΕΤΙΚΑ

LIKE NEWS